Άρθρο από το blog του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου, από τα καλύτερα και πιο πλήρη κείμενα που διάβασα τελευταία για τον νέο πόλεμο. Αξίζει να διαβαστεί με προσοχή:
Την περασμένη Παρασκευή, η Wall Street Journal είχε ένα μικρό δημοσίευμα, στο οποίο ελάχιστη σημασία απέδωσε ο παγκόσμιος τύπος και οι απεσταλμένοι των διεθνών ΜΜΕ στη Βεγγάζη. Ο αιγυπτιακός στρατός, με την έγκριση των ΗΠΑ, τροφοδοτούσε με όπλα τους εξεγερμένους της Αν. Λιβύης. Πολύ προτού εγκριθεί η τελευταία απόφαση του ΟΗΕ, είχε ήδη εκδηλωθεί η ξένη στρατιωτική επέμβαση! Στοιχηματίζουμε ότι πολλά τέτοια, αόρατα ακόμα για τα διεθνή ΜΜΕ, που «κατασκεύασαν» το απαραίτητο κλίμα για τον πόλεμο στη Λιβύη, θα τα πληροφορηθούμε στη συνέχεια, όπως τα μάθαμε για το Ιράκ. Από την εποχή κιόλας της Αρχαίας Αθήνας, η δημοκρατία έχει δυσκολία να συμπορευθεί με τον ιμπεριαλισμό…
Χωρίς Ιθάκη είναι η Οδύσσεια που μας υπόσχονται οι στρατηγοί του «πολέμου των πολιτισμών», πραγματικοί αρχιτέκτονες του νέου μεσανατολικού πολέμου, που δεν κρατήθηκαν, αποκάλυψαν προθέσεις και μακροχρόνιο σχεδιασμό, ακόμα και στο όνομα που διάλεξαν για την επιχείρηση, «Αυγή της Οδύσσειας».
‘Όποιος πιστεύει, έστω για ένα δευτερόλεπτο, την άθλια «ανθρωπιστική» προπαγάνδα με την οποία ξεκίνησε ο πόλεμος, μπορεί να επισκεφθεί τους αθηναϊκούς κινηματογράφους, όπου, κατά τραγική σύμπτωση, παίζεται τώρα η εκπληκτική ταινία για το Ιράκ του μεγάλου Βρετανού σκηνοθέτη Κεν Λόουτς, ο «Ιρλανδικός Δρόμος». Θα διαπιστώσει ξανά, ιδίοις όμμασι, στην περίπτωση που προτίμησε να τις ξεχάσει, τις επιδόσεις «δημοκρατών» και «ανθρωπιστών», που σκοτώνουν τώρα Λίβυους αμάχους εν ονόματι της προστασίας τους, καταστρέφοντας τη χώρα τους.
Θα ήταν πολύ χρήσιμο να πάει να δει την ταινία, αμφιβάλλουμε όμως ότι θα το κάνει, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας και Πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς που νοιώθει τις ΗΠΑ δεύτερη πατρίδα του και καλούσε μάλιστα, το 2004, τους συνέδρους του κόμματός του να «μην τις δαιμονοποιούν».
Στοιχειώδεις ιστορικές και πολιτικές γνώσεις επιτρέπουν να αντιληφθεί, όποιος θέλει να το αντιληφθεί, ότι η δυτική στρατιωτική επέμβαση μετατρέπει έναν εμφύλιο πόλεμο σε νεοαποικιακή επιχείρηση, προσθέτοντας νέα εκρηκτικά υλικά στην φλεγόμενη Μέση Ανατολή και Μεσόγειο. Το καθεστώς Καντάφι μόνο δημοκρατία, και μάλιστα άμεση, δεν είναι. Το να πιστεύει όμως κανείς, ή να παριστάνει ότι το πιστεύει, πως τα βομβαρδιστικά των ιμπεριαλιστικών και αποικιακών δυνάμεων, ΗΠΑ, Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, είναι κατάλληλο μέσο για την εμπέδωση της δημοκρατίας στη Λιβύη ή οπουδήποτε, είναι να σα να προτείνεις έναν serial killer ή βιαστή, ως επικεφαλής της Αστυνομίας Ηθών!
Αφού άλλωστε είναι τόσο καταπιεστικό το καθεστώς Καντάφι, εντυπωσιάζει ότι οι εξεγερμένοι έχουν επικεφαλής τους τους πρώην Υπουργούς Δικαιοσύνης και Εσωτερικών, κατεξοχήν αρμόδιους για την .,. καταπίεση που καταγγέλλουν. Στη Λιβύη, για κάποιο λόγο, συμβαίνουν τα αντίθετα από την Αίγυπτο και την Τυνησία, όπου οι επικεφαλής των αστυνομικών δυνάμεων παραμένουν ο εχθρός αρ. 1 των εξεγερμένων.
Ας υποθέσουμε ότι οι δυτικές κυβερνήσεις, που βομβαρδίζουν τώρα τη Λιβύη, αφού εξόντωσαν ένα εκατομμύριο Ιρακινούς, χρησιμοποίησαν ανείπωτα βασανιστήρια εναντίον κρατουμένων και κατέστρεψαν τη Μεσοποταμία, έπαθαν ξαφνική κρίση «ανθρωπισμού». Γιατί δεν ενδιαφέρονται να σταματήσουν τη στρατιωτική εισβολή της Σαουδικής Αραβίας στο Μπαχρέιν για να καταστείλει την επανάσταση; Γιατί δεν τους απασχολεί η αιματηρή καταστολή στην Υεμένη, το μεσαιωνικό καθεστώς των Σαουδαράβων; Γιατί ανέχονται τη μετατροπή της Γάζας σε τεράστιο, σύγχρονο «Γκέτο της Βαρσοβίας», με ενάμισυ εκατομμύριο εγκλείστους; Γιατί η Σοσιαλιστική Διεθνής, με Πρόεδρο τον κ. Παπανδρέου, διατηρούσε, μέχρι πρόσφατα, Μπεν Αλί και Μουμπάρακ στις τάξεις της χωρίς να ενοχλείται, όπως δεν ενοχλείται από το ότι αντιπρόεδρός της είναι ο Μπάρακ, άμεσος αυτουργός της δολοφονικής επίθεσης, σε διεθνή ύδατα, κατά του «στολίσκου της ελευθερίας»; Το δυτικό ενδιαφέρον για τους Λίβυους αμάχους, θα καταγραφεί ως μια ακόμα από τις μεγάλες απάτες που συνόδευσαν χίλια χρόνια μιας δυτικής αποικιοκρατίας, τις εκδηλώσεις της οποίας γνωρίσαμε καλά και διαχρονικά οι ‘Ελληνες, από τις επιδρομές των Σταυροφόρων στα χρόνια του Βυζαντίου έως τις σύγχρονες, αγγλικές και αμερικανικές επεμβάσεις στη χώρα μας και στην Κύπρο.
Πόλεμος πατήρ πάντων, κάτι που καθιστά παρακινδυνευμένη οποιαδήποτε πρόβλεψη. Η μόνη βεβαιότητα που μπορούμε να έχουμε είναι ότι η δημοκρατία στη Λιβύη δεν μπορεί να είναι ούτε στόχος, ούτε αποτέλεσμα αυτής της επιχείρησης.
Αν όντως το καθεστώς Καντάφι έχει απολέσει κάθε λαϊκή και φυλετική υποστήριξη και αν η λιβυκή κοινωνία είναι έτοιμη να συνταχθεί με τους Ευρωπαίους αποικιοκράτες για να απαλλαγεί από τον συνταγματάρχη, τότε θα πέσει γρήγορα και ένα νέο καθεστώς, το πιθανότερο δυτικών ανδρεικέλων, θα εγκατασταθεί στη χώρα και θα παραχωρήσει την ίδια και τον μεγάλο πλούτο της στους δυτικούς. Εντούτοις, η τεράστια εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας, με τις «ανθρωπιστικές» επεμβάσεις σε Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, Ιράκ, Λίβανο, Γάζα υποδεικνύει μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η επέμβαση στη Λιβύη μπορεί ίσως να εξηγηθεί από τον πετρελαϊκό ενδιαφέρον της χώρας. Αλλά ο στρατηγικός χαρακτήρας της παρέμβασης είναι ευρύτερο. Ο πόλεμος αυτός είναι πιθανότερο να μην αποβεί παρά η αρχή μιας μακρόχρονης διαδικασίας αποσταθεροποίησης του αραβικού και μεσανατολικού κόσμου, που θα επιδεινώσει τη διεθνή οικονομική κρίση, θα εντείνει τα κύματα μετανάστευσης, την απήχηση του ισλαμισμού και του εξτρεμισμού στον μουσουλμανικό κόσμο, θα αυξήσει τους κινδύνους τρομοκρατίας, θα αποτρέψει την ενότητα των Αράβων και την πρόοδο των δημοκρατικών επαναστάσεων στην Αίγυπτο και την Τυνησία, θα βαθύνει τη σύγκρουση Ισλάμ και Δύσης, κύρια έκφραση του «πολέμου των πολιτισμών», θα αυξήσει τους κινδύνους πολύ μεγαλύτερης ανάφλεξης.
Ποιος όμως έχει συμφέρον από μια τέτοια εξέλιξη; Ποιες είναι οι δυνάμεις πίσω από την Κλίντον και τον Μπάιντεν που επέβαλαν μια τέτοια πολιτική στον Ομπάμα, τον Γκέιτς, τον Μπρζεζίνσκι, τον αμερικανικό στρατό και τις μυστικές υπηρεσίες; Από πού αντλούν τη δύναμή τους και γιατί η Γερμανία επιλέγει την ουδετερότητα;
Η εκδίκηση του Νετανιάχου
Σε όποιον παρακολουθεί στενά τη διεθνή πολιτική, ιδίως στο μεσανατολικό, είναι σαφές ότι, εδώ και χρόνια, μια σοβαρότατη διαμάχη εξελίσσεται στα παρασκήνια της αυτοκρατορικής εξουσίας, ανάμεσα αφενός στον πόλο των εξτρεμιστών Ισραηλινών, με επικεφαλής τον Νετανιάχου και τους συμμάχους του στο αμερικανικό πολιτικό κατεστημένο, αφετέρου σε έναν πόλο γύρω από τον Μπρζεζίνσκι και το βαθύ κράτος των ΗΠΑ (στρατός και μυστικές υπηρεσίες), με τον οποίο έχουν συμμαχήσει και σημαντικοί παράγοντες του εβραϊσμού της διασποράς, τρομοκρατημένοι από τον τυχοδιωκτισμό των Ισραηλινών ιθυνόντων και την απειλή που συνιστά μακροχρόνια για το μέλλον του εβραϊκού λαού και τα δικά τους, διεθνή και όχι αυστηρά εντοπισμένα στο κράτος του Ισραήλ συμφέροντα (π.χ. Σόρος). Αν άμεσο αντικείμενο της διαμάχης είναι κυρίως η εκάστοτε μεσανατολική πολιτική της Ουάσιγκτων, το έμμεσο πλην ουσιαστικό διακύβευμά της δεν είναι άλλο από την παγκόσμια κυριαρχία.
Οι δύο «πόλοι» συγκρούονται για το κατά πόσον οι ΗΠΑ πρέπει να υποστηρίζουν κάθε ιδιαίτερο συμφέρον του Ισραήλ σε βάρος των γενικότερων δικών τους και για το αν είναι θεμιτή η τεράστια εβραϊκή επιρροή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Πίσω από τον ένα πόλο, είναι οι δυνάμεις που πιστεύουν ότι η Δύση πρέπει να απαντήσει στη γενικευμένη αμφισβήτηση του ρόλου και της ισχύος της, από την άνοδο της παγκόσμιας περιφέρειας, με τις κλασικές μεθόδους της συντριπτικής «ισχύος» που ακόμα διαθέτει. Πίσω από τον άλλο, όσοι επιδιώκουν μια πιο «ισορροπημένη» Αυτοκρατορία, που στηρίζεται κάπως περισσότερο στη συναίνεση και κάπως λιγότερο στον διαρκή πόλεμο.
Η «σκληρή» ισραηλινή στρατηγική, όπως έχει διατυπωθεί ήδη από τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, και επιβεβαιώθηκε ξανά μετά τη δολοφονία του Ράμπιν, είναι ο διαμελισμός των κρατών της Μέσης Ανατολής, η αποσταθεροποίηση όλης της περιοχής και η πλήρης κυριαρχία επ’ αυτής με τα «κλασικά» αυτοκρατορικά μέσα: σκληρή καταστολή, διαίρει και βασίλευε. Η ανάπτυξη του ισλαμισμού και του εξτρεμισμού διευκολύνει γιατί οδηγεί τους Δυτικούς στο πλευρό του Ισραήλ και τους εγκλωβίζει, ει δυνατόν, σε πολέμους όπως αυτός του Ιράκ. Το σχέδιο αυτού του πολέμου εκπονήθηκε από τους Αμερικανούς νεο-συντηρητικούς (Περλ και Βούλφοβιτς) κατά παραγγελία και με χρηματοδότηση του Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ήδη από το 1996. Αν από την άποψη των ΗΠΑ, ο πόλεμος ήταν καθαρή ήττα και απώλεια, από την άποψη των ιθυνόντων του Ισραήλ, και με τον τρόπο που σκέφτονται, μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία. Γιατί κατεστράφη και σχεδόν διαμελίστηκε η ισχυρότερη αραβική χώρα.
Μετά την εμπειρία της ιρακινής καταστροφής, το αμερικανικό κατεστημένο ανασυντάχθηκε και εμπόδισε, τουλάχιστο προσωρινά, έναν πόλεμο κατά του Ιράν, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε παγκόσμια ανάφλεξη. Η κυβέρνηση Ομπάμα ανέχθηκε και χρησιμοποίησε τον Ερντογάν για να στριμώξει τον Νετανιάχου και ίσως αποβλέπει στις αραβικές επαναστάσεις για τον ίδιο σκοπό. ‘Όταν ξέσπασαν οι εξεγέρσεις στην Τύνιδα και το Κάιρο, οι Αμερικανοί εμπόδισαν τα καθεστώτα να προσφύγουν στην αιματηρή καταστολή, ενώ ο ισραηλινός τύπος ολοφυρόταν χαρακτηρίζοντας «προδότη» τον Ομπάμα.
Το επιτελείο όμως Νετανιάχου αντεπιτέθηκε κατά τα φαινόμενα, χρησιμοποιώντας την τεράστια επιρροή που έχει αποκτήσει στη γαλλική πολιτική τάξη, τόσο στον Πρόεδρο Σαρκοζί, όσο και στον πιθανό διάδοχό του, Ντομινίκ Στρως Καν. Με τη βοήθεια των παγκόσμιων ΜΜΕ, στα οποία είναι καθοριστική η επιρροή του δημιούργησε μια τέτοια διεθνή πολιτική ατμόσφαιρα, που κανείς, από τον Ομπάμα μέχρι τον Μεντβέντιεφ και τους Κινέζους δεν θέλησε να πει όχι στην επέμβαση. Που, όπως συνέβη και με τους Γερμανούς και τη Γιουγκοσλαβία, ξεκίνησαν μεν οι Γάλλοι, χώρα σε βαθειά και μεγάλη κρίση, που αναζητά τώρα σε πολεμικές περιπέτειες πέραν των δυνάμεών της, την ανάμνηση του μεγαλείου της, ολοκληρώνουν όμως οι Αμερικανοί, μόνοι ικανοί για τέτοιου είδους επιχειρήσεις.
Ο πόλεμος κατά της Λιβύης είναι λοιπόν και ένα ακόμη επεισόδιο της υφέρπουσας σύγκρουσης στο κέντρο της παγκόσμιας δύναμης. Επεισόδιο όμως και όχι το τέλος του πολέμου. Η μεγάλη πλειοψηφία της ανθρωπότητας, η Γερμανία, η Ρωσία, η Κίνα, η Βραζιλία δεν υπερψήφισαν την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Και σε αντίθεση με τη Γαλλία του Σαρκοζί, η Γερμανία της Μέρκελ συνεχίζει την πολιτική των Σρέντερ-Σιράκ το 2002, αντιτασσόμενη στις επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή και συνεχίζοντας, σε συμπόρευση με τη Μόσχα, μια πορεία «στρατηγικής ενηλικίωσης».
Η Ελλάδα ευθυγραμμίζεται με τη γαλλο-ισραηλινή στρατηγική
Η κρίση στη Λιβύη απέδειξε, ακόμα μια φορά, ότι, σε αυτή τη συγκυρία, βαθύτατης εσωτερικής και πολλαπλών διεθνών κρίσεων, δεν υπάρχει στην Αθήνα ελληνική κυβέρνηση. Ακριβέστερα, επί πρωθυπουργίας Γιώργου Παπανδρέου, όπως στην εσωτερική, έτσι και στην εξωτερική πολιτική, η ελληνική κυβέρνηση έχει παραιτηθεί οποιασδήποτε αυτοτελούς διαδικασίας παραγωγής εθνικής πολιτικής, γενικεύοντας το «σκονάκι», την πιστή εφαρμογή δηλαδή των έξωθεν «οδηγιών». Αν στην οικονομία ακολουθεί απαρέγκλιτα και ανεξαρτήτως συνεπειών την πολιτική της «τρόικας», συμμαχίας διεθνών τραπεζών και Γερμανίας, στην αμυντική και εξωτερική πολιτική ταυτίζεται απολύτως με ΗΠΑ και Ισραήλ, και, μάλιστα, την πιο σκληροπυρηνική τάση στην ηγεσία τους (Νετανιάχου, Κλίντον, Μπάιντεν). Απειλεί να προσθέσει έτσι στο κοινωνικο-οικονομικό ολοκαύτωμα που θα προκαλέσει και μια εθνική καταστροφή.
Η συμμετοχή πολεμικών σκαφών και ιπταμένων μέσων στην επιχείρηση, καθιστά την Ελλάδα επιτιθέμενη χώρα, έστω και σε περιορισμένη κλίμακα, χωρίς μάλιστα καμιά απόφαση της Βουλής των Ελλήνων. Η άποψη ότι αυτό δεν είναι πολεμική συμμετοχή ή ότι η χώρα έχει δήθεν υποχρέωση να προσφέρει υπηρεσίες σε πολέμους του ΝΑΤΟ είναι ένα από τα συστηματικά ψέματα που λέει σε όλα τα ζητήματα και καθημερινά η κυβέρνηση. Οι μεγαλοστομίες Υπουργών, ότι δήθεν η επιχείρηση δεν θέτει σε κίνδυνο τη χώρα είναι μια ακόμα από τις συνήθεις αστειότητες πολιτικών που δεν ξέρουν γιατί πράγμα μιλάνε. Την ασφάλεια των Ολυμπιακών δεν την κατοχύρωσε το ανύπαρκτο C41 για το οποίο «λαδώθηκαν», αλλά η εικόνα της Ελλάδας στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο. Είναι ντροπή για την κυβέρνηση Παπανδρέου να διαθέτει τα ποσά που διαθέτει για την ελληνική συμμετοχή στον πόλεμο, όταν δεν τολμάει να στείλει ούτε για εθιμοτυπικές επισκέψεις στην Κύπρο τα αεροπλάνα και τα πλοία της και καταδικάζει φτωχά Ελληνόπουλα στην αγραμματωσύνη, σταματώντας τη χρηματοδότηση της μεταφοράς μαθητών από ορεινά χωριά στα σχολεία τους!
Η ντροπή δεν περιορίζεται ασφαλώς στον Πρωθυπουργό, αλλά και σε όλους τους βουλευτές που τον στηρίζουν με την ψήφο τους. Ασφαλώς η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να γίνει υπερασπιστής του Καντάφι. ‘Άλλο αυτό, άλλο να στέλνει καράβια και ιπτάμενα μέσα εναντίον ενός καθεστώτος που στήριξε παντοιοτρόπως το ΠΑΚ και το ΠΑΣΟΚ και υποστήριξε την κυπριακή υπόθεση.
Είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα συμμετέχει τόσο ενεργά στους πολέμους κατά των Αράβων. Ακόμα και ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος αρνήθηκε να δώσει στις ΗΠΑ τις διευκολύνσεις που ήθελαν για τέτοιο σκοπό. Στο παρελθόν, ένας ‘Έλληνας επαναστάτης, ο Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο) οργάνωσε τον εξοπλισμό της Αλγερινής Επανάστασης, οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ ανατίναξαν βρετανικά αεροπλάνα που επετίθεντο στον Νάσερ, ο Ανδρέας Παπανδρέου κέρδισε παγκόσμιο θαυμασμό σώζοντας τον Αραφάτ και τους μαχητές του, ‘Έλληνες ξεκίνησαν την πρωτοβουλία για τη Γάζα. Η σημερινή κυβέρνηση είναι ασφαλώς στον αντίποδα – δεν υπάρχει όμως λόγος να σκορπίζει στους πέντε ανέμους το τεράστιο ελληνικό πολιτικό κεφάλαιο στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο. Ούτε συμφέρει την Ελλάδα και την Κύπρο να συσπειρώσουν όλο το Ισλάμ πίσω από την Τουρκία.
Τα μέσα που διαθέτει η Ελλάδα στην επιχείρηση είναι πολύ περιορισμένα, η πολιτική ζημιά όμως πολύ μεγάλη. Στον χάρτη των προθύμων, φιγουράρει η χώρα μας στις πρώτες θέσεις, μια χώρα που, στο κάτω-κάτω της ραφής, δεν υπήρξε ποτέ τμήμα του ευρωπαϊκού αποικιακού εγχειρήματος. Η ελληνική κυβέρνηση δεν τσακώνεται με το Βερολίνο στο ζήτημα του νεοφιλελεύθερου προγράμματος κοινωνικής καταστροφής της Ευρώπης, που έχει την Ελλάδα ως πρώτο στόχο, διαφοροποιείται όμως από τη Γερμανία στο μόνο θέμα που αυτή (η Γερμανία) έχει δίκιο, στην έμμεση πλην σαφή προάσπιση της ευρωπαϊκής ανεξαρτησίας.
‘Ήδη άλλωστε, η εξωτερική πολιτική Παπανδρέου, με την ενθουσιώδη υποστήριξη της τουρκικής ένταξης, συνέβαλε από το 2009, στην εκδήλωση με μεγαλύτερη δριμύτητα της γερμανικής επίθεσης κατά της χώρας μας, από τη στιγμή που η Μέρκελ θεώρησε ότι ελέγχουν την Αθήνα δυνάμεις του αμερικανικο-ισραηλινού άξονα.
.