[ Άρθρο του του Παντελή Μπουκάλα, για την εφημερίδα «Καθημερινή», Παρασκευή 03/09/2010 ]
Μια φορά κι έναν καιρό, η πανάκεια κυκλοφορούσε στην αγορά με την ονομασία «Πολιτική Βούληση», που διαφημιζόταν σαν αποτελεσματικότερη και από την κατά Κοέλιο συνωμοσία του σύμπαντος προς ευόδωση των ονείρων ενός εκάστου. Σε μια χώρα υπό κηδεμονία, ωστόσο, το τελευταίο που θα μπορούσε να παρουσιάσει σαν όπλο της μια κυβέρνηση είναι η ελεύθερη πολιτική της βούληση· έχει και ο αυτοσαρκασμός τα όριά του. Εσχάτως, λοιπόν, και αφού πρώτα αναλάβαμε κάπως δυνάμεις στον μεσοσταθμό της Διαβούλευσης, μετατοπιστήκαμε (ή εκπέσαμε· ο καθείς και το ρήμα του) από την Πολιτική Βούληση στους Συμβούλους. Οι καλοί αυτοί άνθρωποι, παντογνώστες και θαυματουργοί, καθώς θρυλείται, αλλά και θεράποντες ενός φιλελληνισμού νέου τύπου, ανέλαβαν εκθύμως να επικουρήσουν τον πρωθυπουργεύοντα κ. Γ. Παπανδρέου, μήπως και δούμε επιτέλους λίγη από την ευτυχία που τρεις γενιές τώρα μας υπόσχεται η οικογένειά του.
Πόσοι είναι οι σύμβουλοι του πρωθυπουργού δεν είναι εξακριβωμένο· η καταμέτρηση συνεχίζεται. Υπάρχουν πάντως ανάμεσά τους πολεοδόμοι, όπως ο Ισπανός Γιόσεφ Αθεμπίγιο, οικονομολόγοι, όπως ο Ιταλός Τομάζο Πάντοα-Σιόπα, Σουηδοί κληρονόμοι μεγάλου ονόματος, όπως ο υιός Πάλμε, Αμερικανοί και Βρετανοί σοφοί, νομπελίστες κ. ο. κ. Πρόκειται, εν ολίγοις, για μια Διεθνή των Συμβούλων, δουλειά των οποίων, σύμφωνα με τους κυβερνητικούς προπαγανδιστές, είναι να προσφέρουν τεχνογνωσία για τη διαχείριση κρίσεων, την αγορά ομολόγων, τη βελτίωση της εικόνας της χώρας, την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας κ. λπ. κ. λπ.
Ακόμα και χρήσιμη θα μπορούσε να θεωρηθεί η παρουσία της Διεθνούς των Συμβούλων, αν έβλεπε κανείς τα μέλη της αποκομμένα από την ιδεολογία τους και αποδεχόταν πως η πολιτική είναι μια πολιτικώς ουδέτερη τεχνική και, δεύτερον, αν δεν υποψιαζόταν ότι ο πραγματικός της σκοπός είναι άλλος: να πειστούμε εμείς οι Βαλκάνιοι ότι διαθέτουμε έναν ηγέτη με αμέτρητους επιφανείς φίλους στα κέντρα αποφάσεων. Για να θαμπώσουν τους «ιθαγενείς» καταφτάνουν οι συμβουλάτορες και για να νομιμοποιήσουν την α λα Γ. Α. Παπανδρέου μέθοδο άσκησης της εξουσίας: μακράν της Βουλής, μακράν του υπουργικού συμβουλίου, που απλώς ακούει με δέος ή με μόλις αποκρυπτόμενη χασμώσα δυσθυμία τις πατερναλιστικές παραινέσεις του πρωθυπουργού ή τα μανιφέστα του, ερήμην του ίδιου κόμματος του οποίου τυπικώς ηγείται και με το οποίο τυπικώς επίσης συσκέπτεται.
Αυταρχικά διοίκησε και ο Ανδρέας Παπανδρέου, τόσο το κόμμα του όσο και τη χώρα. Αλλά ο αυταρχισμός του ήταν έκδηλος, μπρούτος, επιθετικός, αμέσως αναγνωρίσιμος, άρα μπορούσε ο καθείς να πάρει έγκαιρα τα μέτρα του. Ο υιικός αυταρχισμός, χαμογελαστός και στολισμένος με «διαβουλεύσεις», «ανοιχτές διακυβερνήσεις», «άμεσες δημοκρατίες» και «διεθνείς συμβούλων», είναι σαφώς περισσότερο ψευδαισθησιογόνος και παραπλανητικός. Και γι’ αυτό και διαβρωτικότερος.
.