Η Ευρώπη μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα του χρέους και των ελλειμμάτων μόνο αν συνοδεύσει τον μηχανισμό στήριξης του ευρώ με μέτρα ανάπτυξης, στα οποία θα περιλαμβάνονται μισθολογικές αυξήσεις στη Γερμανία, δηλώνουν 160 ακαδημαϊκοί σε ανοιχτή επιστολή τους για την ελληνική κρίση, η οποία δόθηκε την Τρίτη στη δημοσιότητα.
Ασκούν δριμεία κριτική στην Ευρώπη για την καθυστέρηση στην αντίδραση και στην στήριξη της Ελλάδας. Διαλύουν την εικόνα του «Έλληνα τεμπέλη», τονίζουν ότι η αυστηρή λιτότητα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα είναι «λανθασμένη πορεία» και «φωτίζουν» την ελληνική κρίση με διαφορετικό τρόπο καταδεικνύοντας τις ευθύνες των ισχυρών της Ευρώπης και κυρίως της Γερμανίας.
Η ομάδα αυτή που απαρτίζεται κυρίως από Ευρωπαίους οικονομολόγους σημειώνει ότι το έκτακτο πακέτο των 750 δισ. ευρώ για τη σταθεροποίηση του ευρωπαϊκού νομίσματος ήταν «απαραίτητο, αλλά αρκετά εκπρόθεσμο και, πιο σημαντικό, δεν επαρκεί από μόνο του».
Στην επιστολή, η οποία συντάχθηκε κατόπιν πρωτοβουλίας του Φίλιπ Αρέστις του Κέιμπριτζ και του Γκούσταβ Άντολφ Χορν του Ερευνητικού Ινστιτούτου IMK, επισημαίνεται ότι η πολύ αργοπορημένη αντίδραση στην ελληνική κρίση οφείλεται σε «ευμετάβλητες αντιδράσεις της αγοράς, σε λαϊκιστές πολιτικούς και σε μέσα ενημέρωσης τα οποία πολύ συχνά επιδεικνύουν ουσιαστική άγνοια για τα θέματα».
«Αυτό αύξησε δραματικά το κόστος και τους κινδύνους για την επίλυση της κρίσης», υπογραμμίζουν και εκφράζουν τη λύπη τους για το γεγονός ότι «το μόνο που θα κάνει» η περικοπή δαπανών, που επιβλήθηκε στην Ελλάδα είναι «να συνθλίψει περαιτέρω τα εισοδήματα, την παραγωγή και την απασχόληση, την ώρα που τα επιτόκια αυξάνονται σε εξοντωτικά επίπεδα». Αυτή είναι «βαθύτατα η λαθεμένη πορεία για την Ευρώπη ως σύνολο», σημειώνουν.
Οι ίδιοι καταγράφουν τα αίτια των δημοσιονομικών πληγών της Ελλάδας: ανικανότητα δημιουργίας φορολογικού εισοδήματος, φθίνουσα ανταγωνιστικότητα λόγω των αυξανόμενου κόστους της εργασίας και των τιμών, το εξωτερικό σοκ που προκλήθηκε στον χρηματοπιστωτικό τομέα και τα υψηλά επιτόκια, και σημειώνουν ότι όλα και κυρίως τα πρώτα από αυτά τα προβλήματα έχουν μια«ισχυρή ευρωπαϊκή διάσταση και απαιτούν ευρωπαϊκές λύσεις».
«Ιδιαίτερα, η απώλεια της ανταγωνιστικότητας από την Ελλάδα αντανακλάται σε μια αύξηση στην ανάλογη ανταγωνιστικότητα άλλων, κυρίως της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ολλανδίας», επισημαίνουν οι ακαδημαϊκοί.
Οι 160 οικονομολόγοι απορρίπτουν την απεικόνιση των Ελλήνων ως «τεμπέληδων» από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, υποστηρίζοντας ότι εργάζονται περισσότερες ώρες από τους Γερμανούς και η παραγωγικότητά τους ανά ώρα εργασίας αυξήθηκε με μεγαλύτερο από τον διπλάσιο ρυθμό από ό,τι της Γερμανίας από τότε που εισήχθη το ευρώ το 1999.
Επίσης επισημαίνουν ότι η ρίζα του προβλήματος της ανταγωνιστικότητας είναι οι ονομαστικές αποδοχές και η διαμόρφωση των τιμών.
Το κόστος της ελληνικής ονομαστικής μονάδας εργασίας έχει αυξηθεί περισσότερο από 30% από τη θέσπιση της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης, υπογραμμίζουν, ενώ στη Γερμανία αυξήθηκε μόλις 8%, δημιουργώντας μισθολογικές και τιμαριθμικές αποκλίσεις που δεν μπορούν να διατηρηθούν σε μια νομισματική ένωση.
«Οι μισθοί και οι τιμές στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες χρειάζεται να πέσουν αναλογικά, αλλά πρέπει να αυξηθούν ταχύτερα στη Γερμανία, της οποίας η επιθετική πολιτική μείωσης των μισθών έχει αποπληθωριστικό αποτέλεσμα, αποθαρρύνει την εγχώρια ζήτηση, εξάγει ανεργία και απειλεί να προκαλέσει έκρηξη της νομισματικής ένωσης», αναφέρεται επίσης σε αυτήν την ανοιχτή επιστολή.
«Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για την επαναφορά της ισορροπίας στη ζώνη του ευρώ, ενώ παράλληλα θα αποφευχθεί ο τεράστιος κίνδυνος μιας αποπληθωριστικής δίνης», επισημαίνουν οι οικονομολόγοι.
Προειδοποιώντας για τον κίνδυνο πρόκλησης ενός φαινομένου «ντόμινο», με την Πορτογαλία να είναι η πιο εκτεθειμένη σε αυτόν, οι ακαδημαϊκοί υπογραμμίζουν ότι ο δανεισμός δημόσιου χρήματος στην Ελλάδα «δεν ήταν φιλανθρωπία», αλλά μια πράξη «προς το ζωτικό συμφέρον όλων των Ευρωπαίων».
Το ίδιο ήταν και η ανάγκη να «επιλυθεί η ελληνική κρίση στη βάση των αυξανόμενων εισοδημάτων σε όλη την ήπειρο», προσθέτουν.
Τέλος οι 160 οικονομολόγοι καλούν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να βοηθήσει στην εδραίωση των δημοσιονομικών μεγεθών και στην επαναφορά της ισορροπίας στη ζώνη του ευρώ, το οποίο «βραχυπρόθεσμα σημαίνει δέσμευση για τη διατήρηση των βασικών της επιτοκίων κοντά στο μηδέν».