Το κείμενο αυτό αποτελεί συνέχεια ενός άλλου που έγραψα το καλοκαίρι του 2007. Το επαναφέρω λόγω της επικαιρότητας του Αγροτικού προβλήματος και επειδή νομίζω ότι εμπεριέχει λίγα χρήσιμα στοιχεία που επιτρέπουν την κατανόηση – σε αρχικό τουλάχιστον στάδιο – της μεγάλης πολυπλοκότητας που χαρακτηρίζει το ζήτημα αυτό.
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή του 1922 επακολούθησε η ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923. Από τα εδάφη μας έφυγαν 600.000 άτομα ενώ μας ήρθαν 1.500.000 πρόσφυγες δηλαδή απόλυτη αύξηση πληθυσμού 18%.
Όπως είναι φυσικό οι εξελίξεις αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα την πολύ κακή δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Η κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας υποχρέωνε την Ελλάδα να επιδιώξει οικονομική ανόρθωση, μεσογειακή γεωπολιτική και κοινωνική δημοκρατία. Ο διπλασιασμός της έκτασης και του πληθυσμού με την προσάρτηση εδαφών (Μακεδονία, Κρήτη, Θράκη, Ήπειρος) οδηγεί σε ανάγκη επαναπροσδιορισμού των βασικών χαρακτηριστικών του Ελληνικού κράτους από πλευράς μεθόδων διοίκησης, διαρθρωτικών επενδύσεων και κοινωνικής μέριμνας.
Το θεσμικό και νομικό πλαίσιο στο γενικό κοινωνικό επίπεδο αλλά και στο επίπεδο της παραγωγής είναι ανεπαρκές και πολλές φορές λειτουργεί σαν τροχοπέδη για τον εκσυγχρονισμό και την οικονομική ανάπτυξη.
Στον μεσοπόλεμο η Γεωργία μας είχε ισχυρή δασμολογική προστασία. Η δασμολογική αυτή πολιτική είχε υπαγορευτεί για λόγους ταμιευτικούς και για την μη διατάραξη της πολιτικοκοινωνικής κατάστασης. Προς την ίδια κατεύθυνση έτεινε και η δημιουργία μικροϊδιοκτητών – καλλιεργητών στην Γεωργία από τους παλιούς κολλήγους και τους πρόσφυγες, αν και το μεγαλύτερο τμήμα των προσφύγων κατευθύνθηκε κυρίως στην βιομηχανία και το εμπόριο.
Παρ’ όλα αυτά το παθητικό Εμπορικό ισοζύγιο της χώρας στένευε ιδιαίτερα τα περιθώρια σταθερής οικονομικής ανάπτυξης. Οι συναλλαγές μας με το εξωτερικό ήταν δυσανάλογα μεγάλες αγγίζοντας το 20% του Εθνικού Εισοδήματος. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ένα μεγάλο μέρος της παθητικότητας του Εμπορικού Ισοζυγίου δημιουργείται από τα σιτηρά.
Η Γεωργική παραγωγή παραμένει κατά βάση στα παλιά της καλούπια, η προώθηση της διανομής των «εθνικών γαιών» δεν συντελούνταν με τον πρέποντα ρυθμό. Η άνιση κατανομή της γης συνεχιζόταν. Κατά το 1926 ο Ξενοφών Ζολώτας αποδίδει την στασιμότητα στην Γεωργία πρωταρχικά στην ύπαρξη τσιφλικιών και μικρών κλήρων κατά δεύτερο δε λόγο στην έλλειψη κεφαλαίων για λιπάσματα μηχανήματα και έργα υποδομής. Σημαντικό ρόλο στο συνολικό κλίμα έχει να κάνει και το πολύ χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των αγροτών.
Η καθημερινή ζωή των αγροτών παραπέμπει σε πολλές περιπτώσεις στον προηγούμενο αιώνα – με Ευρωπαϊκούς όρους και οι τοπικοί μικροέμποροι των χωριών αναδεικνύονται σε μικρο-τραπεζίτες – τοκογλύφους.
Επί πλέον αποδυνάμωση της επαρχίας, άρα έμμεσα και της δυναμικής του αγροτικού πληθυσμού επέρχεται από την αυξανόμενη μετακίνηση πληθυσμών από τις μικρές πόλεις και τα χωριά της επαρχίας στις μεγάλες πόλεις και την πρωτεύουσα. Υπολογίζεται ότι από το 1920 μέχρι το 1940 το συνολικό ποσοστό του πληθυσμού των κατοίκων της υπαίθρου μειώθηκε κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες καταλήγοντας περίπου στο 53%. Δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε – σαν επί πλέον παράγοντα αποδυνάμωσης του αγροτικού πληθυσμού – το κύμα μετανάστευσης το οποίο ευτυχώς μετριάστηκε μετά το 1924 λόγω σκλήρυνσης της μεταναστευτικής πολιτικής των ΗΠΑ.
Η διακήρυξη του Ε. Βενιζέλου για απαλλοτρίωση των τσιφλικιών (Θεσσαλονίκη 1917) λόγω του ασταθούς πολιτικού κλίματος αλλά κυρίως λόγω των πολέμων είχε παραμείνει ανεφάρμοστη. Οι απαλλοτριώσεις ουσιαστικά ξεκίνησαν μετά το 1922 με 76μεγάλες ιδιοκτησίες, το 1923 με 718, το 1924 με 989 το 1925 με 1279. Κατά τα τέλη του 1931 είχαν απαλλοτριωθεί συνολικά πάνω από 1600 μεγάλες ιδιοκτησίες. Οι εκτάσεις αυτές δόθηκαν σε 115.000 οικογένειες αγροτών ενώ περίπου 145.000 οικογένειες προσφύγων εγκαταστάθηκαν στα εδάφη που άφησαν οι Βουλγαρικοί και μουσουλμανικοί πληθυσμοί.
Ο γενικός ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας μας μεταξύ 1910 και 1920 ήταν 104% κυρίως χάρη στις προσαρτήσεις. Στην δεκαετία μεταξύ 1920 και 1930 είναι 15%. Οι εξαγωγές καλύπτουν μόλις το 50,6% των εισαγωγών με πρώτο εξαγώγιμο είδος τον καπνό. Η καλλιεργήσιμη γη γύρω στα 1928 καλύπτει ένα ελάχιστο ποσοστό, κάτω του 13%, της συνολικής έκτασης, μετά το 1930 φτάνει το 18% και έως το 1939 είναι περίπου 33%.
Οι γενικότερες τάσεις της γεωργίας κατά την περίοδο του μεσοπολέμου ήταν η μείωση της καλλιέργειας των σιτηρών και κυρίως του αραβοσίτου, η καθιέρωση της καλλιέργειας της πατάτας και την βρώμης, η μεγάλη μείωση της ρυζοκαλλιέργειας, ενίσχυση των καλλιεργειών κορινθιακής σταφίδας στην Πελοπόννησο και σουλτανίνας στην Κρήτη και ανάπτυξη της βαμβακοκαλλιέργειας που παλαιότερα έφθινε. Παράλληλα η καπνοκαλλιέργεια δεσπόζει όλων και αποτελεί βασική πηγή πόρων από τις εξαγωγές.
Στα 1928 το Φιλελεύθερο Κόμμα υπό την άμεση αρχηγία του Ε. Βενιζέλου πετυχαίνει μεγάλη εκλογική νίκη και πολιτικά απερίσπαστο επιδίδεται στην ανασυγκρότηση της χώρας με έργα υποδομής και ανάπτυξης επιδιώκει την σιτάρκεια με αύξηση του ποσοστού των καλλιεργούμενων γαιών.
Για την οικονομία σε διεθνή κλίμακα, στα 1928 ξεσπάει η μεγαλύτερη κρίση υπερπαραγωγής που γνώρισε ως τότε. Ένα χρόνο αργότερα η χώρα μας δέχεται μοιραία τις επιπτώσεις της. Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης γίνεται αρνητικός με τελική κατάληξη την πτώχευση τον Απρίλιο του 1932. Η αγοραστική δύναμη του μεροκάματου το 1929 ήταν μικρότερη κατά 11% αυτής του 1924.
Στον Γεωργικό τομέα δεσπόζει η ιδρυθείσα το 1929 Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος εξασκώντας πολιτική όχι στενά τραπεζική αλλά με γενικότερο κοινωνικό χαρακτήρα. Πάντως τα δάνειά της είχαν και πολιτικό στόχο με την έννοια της «αποχής των αγροτών από αργόσχολων έξεων και τάσεων ανατρεπτικών», αλλά ταυτόχρονα και οικονομικό δηλαδή την βαθμιαία εξάρτηση των αγροτών από την Τράπεζα με την μέθοδο της σταδιακής – κατά την κρίση της – παροχής των δανείων.
Πάντως υπήρχε σχετικά φθηνή χρηματοδότηση των αγροτών (περίπου 8% το χρόνο). Την εποχή αυτή εισάγονται για πρώτη φορά μηχανισμοί συγκέντρωσης και διάθεσης των αγροτικών προϊόντων, κυρίως καπνό, σιτάρι και σταφίδα. Οι μηχανισμοί αυτοί λειτούργησαν ως εργαλείο διασφάλισης και επιτάχυνσης της απόδοσης της αγροτικής παραγωγής. Αυτό δυστυχώς δεν ίσχυε σε όλες τις περιπτώσεις διότι η νεοεισαχθείσα ιδέα της θέσπισης «τιμών ασφαλείας» αποτέλεσε συχνά εργαλείο κοινωνικής και πολιτικής χειραγώγησης των αγροτών.
Η μείωση όμως του αγροτικού πληθυσμού και το πολύ χαμηλό μορφωτικό του επίπεδο όπως επίσης και η παντελής έλλειψη αγροτικής εκπαίδευσης και εξειδίκευσης έχουν σαν αποτέλεσμα την μεγάλη δυσκολία για τον αγρότη να κατανοήσει περίπλοκους συσχετισμούς προτεραιότητες και προοπτικές. Οι χρήσεις γης και οι επιλογές καλλιεργούμενων προϊόντων δεν ήταν και τα απλούστερα προβλήματα για τον ταλαιπωρημένο και φτωχό μέσο αγρότη της εποχής.
Ελάχιστοι μπορούσαν να κατανοήσουν με οικονομικούς και επιχειρηματικούς όρους ότι για παράδειγμα η καλλιέργεια της ελιάς απαιτούσε 3,5 ημέρες εργασίας ανά στρέμμα και είχε απόδοση 1.700 δραχμές ενώ η καλλιέργεια του καπνού απέδιδε πάνω από 2.000 δραχμές αλλά απαιτούσε πάνω από 30 ημέρες δουλειάς ανά στρέμμα.
Οι ορεινοί αγροτικοί μας πληθυσμοί αντιμετώπιζαν, λόγω έλλειψης έργων υποδομής, υποτυπώδες ή ανύπαρκτο οδικό δίκτυο κλπ, πολύ αυξημένο κόστος παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων τους με αποτέλεσμα να αγκιστρωθούν πάνω στην επιχειρηματικά καταστροφική επιδίωξη της αυτάρκειας.
Η μορφολογία της χώρας, η μεγάλη διασπορά (νησιά), οι παρατηρούμενες – παρά την μικρή έκταση - κλιματικές και εδαφικές παραλλαγές δεν επέτρεψαν στον αγροτικό πληθυσμό να ‘ομογενοποιηθεί’ ή να συνειδητοποιήσει τα κοινά του συμφέροντα. Στο βιβλίο «Εισαγωγή στην Νεοελληνική Οικονομική Ιστορία» υπάρχει μια ιδιαίτερα εύστοχη και γλαφυρή περιγραφή του φαινομένου αυτού: [ Οι αγρότες ... δεν λειτούργησαν ως τάξη, δεν έφτιαξαν το δικό τους κόμμα – αν και πλειοψηφία – γιατί απλούστατα δεν αποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο: στο μεσοπόλεμο ήταν Βασιλικοί ή Βενιζελικοί σε καμία περίπτωση, πάντως «αγροτιστές» ].
Η κατανόηση της σχέσης της Ελληνικής αγροτικής παραγωγής με τις παραγωγές των άλλων αγροτικών χωρών της Ευρώπης, των περιθωρίων εξαγωγών αλλά και των όρων του Ευρωπαϊκού και διεθνούς αγροτικού ανταγωνισμού, αποτελούσαν άπιαστο στόχο για το σύνολο του αγροτικού πληθυσμού. Τα ζητήματα αυτά παραμένουν για κάποιους δυσεξήγητους λόγους ομιχλώδη και ταλαιπωρούν ακόμη και σήμερα τον αγροτικό μας κόσμο.
Στον τομέα των γεωργικών έργων, μέχρι τέλους του 1935, είχαν αποδοθεί στην καλλιέργεια 700.000 στρέμματα και είχαν προστατευθεί 1.750 στρέμματα με τα εγγειοβελτιωτικά έργα της Μακεδονίας. Τα έργα αυτά θεωρούνται από τα μεγαλύτερα έργα υποδομής που συντελέστηκαν στην χώρα μας όπου θα οδηγούσαν σε αύξηση του ακαθάριστου εισοδήματος των μακεδονικών εδαφών κατά 45 εκ. Δραχμές (τιμές 1975).
Μέχρι το 1938 έχουμε αύξηση της παραγωγής του Αγροτικού Τομέα και ανέβασμα του ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης του γεωργικού εισοδήματος σε 7,3%. Αυτά οφείλονται στην γενικότερη τάση αυτάρκειας, μετά την κρίση, που εκφράζεται και στην γεωργία. Η καλλιεργούμενη γη το 1939 είναι κατά 75% μεγαλύτερη αυτής του 1928. Πρέπει όμως να αναφέρουμε ότι το Δημόσιο χρέος το 1932 ήταν 2.868 εκ. Δραχμές (τιμές 1975) δηλαδή υπερδιπλάσιο των άλλων Ευρωπαϊκών αγροτικών χωρών. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1930 η αγροτική μας παραγωγή είναι εν πολλοίς ενταγμένη στους γενικότερους μηχανισμούς της αγοράς.
Η χρήση λιπασμάτων, μηχανημάτων και η τάση άμεσης εμπορευματοποίησης της αγροτικής παραγωγής προαναγγέλλουν τάσεις ωρίμανσης και ανάπτυξης του τομέα, διαδικασίες που δυστυχώς θα διακοπούν από τον επερχόμενο πόλεμο και συνακόλουθα από τον εμφύλιο.
Κάνοντας μία γενική εκτίμηση έως το πέρας της περιόδου του μεσοπολέμου, βλέπουμε ότι η κρίση 1929-32 είχε για την Ελλάδα ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις. Δυστυχώς τα λόγια του Ξ. Ζολώτα «Ούτως η σύνθεσις του οικονομικού βίου απέβη τοιαύτη ώστε μόλις έπαυεν ο πληθωρισμός .... θα ενέσκηπτεν η οικονομική κρίσις» αποδείχθηκαν προφητικά.
Εκτός από την ανατροπή της νομισματικής σταθεροποίησης το 1932, για σειρά χρόνων μειώθηκε το Εθνικό εισόδημα ώστε η οικονομική κατάσταση της χώρας στα 1933 να είναι ίδια με αυτή του 1928 και από αυτή την άποψη μπορεί κανείς να πει ότι πέντε χρόνια πήγαν χαμένα. Η επόμενη πενταετία έως το 1938 αναπτύσσει ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 4% και αποτελεί μία προσπάθεια κάλυψης του κενού της προηγούμενης περιόδου.
Έτσι παρά την πολιτική αστάθεια και την επικράτηση του υπερσυντηρητισμού, αρχίζει μια εποχή ανάκαμψης, νέων ιδεών και επενδύσεων στο χώρο, η Ελλάδα ισχυροποιείται και μετατρέπεται σε μια αισιόδοξη χώρα. Η Αθήνα αρχίζει να μοιάζει με ευρωπαϊκή μεγαλούπολη, σφύζει από ζωή και επιχειρηματικές ευκαιρίες. Η τάση αυτή θα ανακοπεί από την Ιστορία με τους δύο απανωτούς πολέμους, τον Β’ Παγκόσμιο και τον Εμφύλιο.
Έτσι στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η Ελλάδα βρίσκεται εξαρτημένη από ύποπτους νέους ‘φίλους’, με κατεστραμμένες υποδομές, ανοργάνωτη και παντελώς υποβαθμισμένη αγροτική παραγωγή και με ανεπανόρθωτα πληγωμένη την προοπτική της εκβιομηχάνισής της.
Πηγές:
«Νεοελληνική Πραγματικότητα» Παναγιώτης Γουλιέλμος, εκδ. 1975
«Εισαγωγή στην Νεοελληνική Οικονομική ιστορία», Συλλογικό, εκδ. 2006
«Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα», Βιβλιόραμα, εκδ. 2007
«Ιστορικός Βιομηχανικός Εξοπλισμός στην Ελλάδα», Μετσόβειο Πολυτεχνείο, εκδ. 1998