Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει.
Φέρνει εν' αγόρι το νεκροσέντονο πέντε η ώρα που βραδιάζει
Έτοιμος κι ο κουβάς με τον ασβέστη πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Θάνατος τ' άλλα, θάνατος μονάχα πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Ψηλά παίρνει ο αγέρας τα βαμπάκια πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Το οξείδιο σπέρνει κρύσταλλο και νίκελ πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Παλεύει η περιστέρα με το αγρίμι πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Κι η σάρκα μ' ένα κέρατο θλιμμένο πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Χορδή τυμπάνου αρχίζει να χτυπά πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Αρσενικού καμπάνες κι ο καπνός πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Βουβοί συντρόφοι στ' άχαρα σοκάκια πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Του ταύρου η καρδιά μονάχα ολόρθη πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Όταν ο ιδρώτας χιόνι αργά γινόταν πέντε η ώρα που βραδιάζει,
όταν η αρένα γέμισε με ιώδιο πέντε η ώρα που βραδιάζει,
τ' αυγά του στην πληγή άφησε ο θάνατος πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει.
Μια κάσα με καρούλια το κρεβάτι πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Σουραύλια ηχούν και κόκαλα στ' αυτί του πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Στο μέτωπό του ο ταύρος μουκανίζει πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Η κάμαρα ιριδίζει από αγωνία πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Από μακριά σιμώνει κιόλα η σήψη πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Σάλπιγγα κρίνου στον χλοερό βουβώνα πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Οι πληγές του εκαίγανε σαν ήλιοι πέντε η ώρα που βραδιάζει,
και το πλήθος να σπάει τα παραθύρια πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Α, τι φριχτά στις πέντε που βραδιάζει!
Ήτανε πέντε σ' όλα τα ρολόγια. Ήτανε πέντε κι έπεφτε το βράδυ.
Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
Πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει.
Φέρνει εν' αγόρι το νεκροσέντονο πέντε η ώρα που βραδιάζει
Έτοιμος κι ο κουβάς με τον ασβέστη πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Θάνατος τ' άλλα, θάνατος μονάχα πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Ψηλά παίρνει ο αγέρας τα βαμπάκια πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Το οξείδιο σπέρνει κρύσταλλο και νίκελ πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Παλεύει η περιστέρα με το αγρίμι πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Κι η σάρκα μ' ένα κέρατο θλιμμένο πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Χορδή τυμπάνου αρχίζει να χτυπά πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Αρσενικού καμπάνες κι ο καπνός πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Βουβοί συντρόφοι στ' άχαρα σοκάκια πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Του ταύρου η καρδιά μονάχα ολόρθη πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Όταν ο ιδρώτας χιόνι αργά γινόταν πέντε η ώρα που βραδιάζει,
όταν η αρένα γέμισε με ιώδιο πέντε η ώρα που βραδιάζει,
τ' αυγά του στην πληγή άφησε ο θάνατος πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει.
Μια κάσα με καρούλια το κρεβάτι πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Σουραύλια ηχούν και κόκαλα στ' αυτί του πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Στο μέτωπό του ο ταύρος μουκανίζει πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Η κάμαρα ιριδίζει από αγωνία πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Από μακριά σιμώνει κιόλα η σήψη πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Σάλπιγγα κρίνου στον χλοερό βουβώνα πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Οι πληγές του εκαίγανε σαν ήλιοι πέντε η ώρα που βραδιάζει,
και το πλήθος να σπάει τα παραθύρια πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Α, τι φριχτά στις πέντε που βραδιάζει!
Ήτανε πέντε σ' όλα τα ρολόγια. Ήτανε πέντε κι έπεφτε το βράδυ.
Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα