Από την εποχή του Πάτροκλου οι Έλληνες είμαστε συνηθισμένοι να βιώνουμε βαθιά την λύπη, την απώλεια, το ανεπανόρθωτο:
«Είπε και εις όλους κίνησε τον πόθον των δακρύων κι η αυγή τους ήβρε ολόγυρα στο λείψανο να κλαίουν».
Μας βρήκε όμως τύχη κακή, τόσο κακή που θα μας βάλει πια να μοιρολογάμε τους ζωντανούς.
Αναδημοσίευση του «Μοιρολογώντας τους ζωντανούς» από το blog ΦΑΝΤΑΣΟΥ:
--------------------
Ψάχνω μέρες τώρα να βρω ένα παράπονο που κατοικεί εντός μου.
Τα φαντάσματα της μνήμης με ξυπνούν.
Λίγα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, νέοι άνθρωποι με στοιβαγμένα τα υπάρχοντα σε πέντε χαρτοκούτια ξεκινούσαν από την επαρχία το μεγάλο ταξίδι για το Πειραιά και στη συνέχεια το μεγάλο ξεριζωμό για την άλλη Ήπειρο.
Πίσω έμεναν οι γριές γυναίκες να μοιρολογούν.
Μοιρολόι αβάσταχτο.
Έθαβαν τους ανθρώπους τους ζωντανούς .
Ήξεραν πως δεν υπήρχε ελπίδα να ξαναδούν παιδιά και εγγόνια και επομένως γι αυτούς αυτό, ήταν θάνατος.
Σήμερα ο Έλληνας , δεν ονειρεύεται, σήμερα ο Έλληνας μόνο θυμάται.
Όταν οι αναμνήσεις του παρελθόντος είναι οι μόνοι κάτοικοι του νου σου , έχεις ήδη πεθάνει άσχετα αν νομίζεις πώς ζεις.
Ο νέος άνθρωπος σήμερα ονειρεύεται πώς θα φύγει από το τόπο του.
Θα μείνει μια πατρίδα γερόντων, χωρίς ίχνος ελπίδας.
Η κατοχή και ο εμφύλιος έστειλαν στο τάφο ένα εκατομμύριο ψυχές.
Ένα εκατομμύριο από τα οκτώ ξεκληρίστηκε ,το 12,5% του πληθυσμού.
Ο πόλεμος του σήμερα θα ξεκληρίσει μεγαλύτερο ποσοστό .
Δεν είναι ο βιολογικός θάνατος που με τρομάζει, είναι ο καθημερινός θάνατος της ελπίδας , είναι οι εικόνες από τις γυναίκες και τους άνδρες του τέλους της λαϊκής που με βασανίζουν.
Εκείνοι που αυξάνονται, όταν ο μανάβης μαζεύει τα τελευταία απούλητα τρόφιμα και που πετά ολοένα και λιγότερα ενώ οι αναζητητές τροφής γίνονται ολοένα και περισσότεροι.
Τούτος ο πόλεμος δεν έχει οβίδες ούτε όλμους ,τούτος ο πόλεμος έχει πίκρα, αβάσταχτη ψυχική φθορά, ατέλειωτο πόνο.
Κοιτάς να εστιάσεις στον εχθρό, και τον χάνεις την επόμενη στιγμή ομπρός στα μάτια σου.
Μαζεύω, συγκεντρώνω, τοποθετώ τα πιο παράξενα κομμάτια του χθες και ενώ φαίνονται τακτοποιημένα μέσα μου σκορπίζουν, χάνονται, φεύγουν, σαν τους ανθρώπους που αυτοκτόνησαν σήμερα από την αβάσταχτη απελπισία τους και εγώ μόνος να νοιώθω ένα αύριο τόσο φρικτό και τόσο φτωχό.
Βλέπω ανθρώπους με σπασμένες φτερούγες, μονάχοι σα λογισμοί, σαν παρατημένες βάρκες σε παλιά λιμάνια, βιασμένα όνειρα, χωρίς ίχνος εσωτερικού χαμόγελου.
Αυτός ο πόλεμος είναι σκληρός, γιατί ζεις καθημερινά το καθεστώς της βίας για την επιβίωση .
Στη φυλακή μπήκαν άνθρωποι για τις ιδέες τους, σήμερα μπαίνουν για τις απλήρωτες πιστωτικές τους.
Ο πόλεμος στο καζάνι τούτο πατριώτη δεν έχει καμιά σχέση με το πόλεμο του παππού σου.
Τα ψυχιατρεία θα ξαναγεμίσουν, αν άδειασαν ποτέ, θα γίνουν στρατόπεδα για να φιλοξενήσουν τους αιχμαλώτους των ακήρυχτων πολέμων μας.
Οι υπόλοιποι θα μοιρολογούν ζωντανούς.
.