Η θεσμική ανεξιθρησκία
ως προϋπόθεση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας
Στις 28/12/2009 υπέγραψα, με την ιδιότητα του γονιού δύο παιδιών που πηγαίνουν στο δημοτικό σχολείο αλλά και με την ιδιότητα του πολίτη, μία επιστολή/έκκληση προς τον Συνήγορο του Πολίτη (και δι’ αυτού προς τον Υπουργό Παιδείας) προκειμένου να απομακρυνθούν όλα τα δημόσια εκτεθειμένα θρησκευτικά σύμβολα από το σχολείο των παιδιών μου, να μην υπάρχει οποιαδήποτε μορφή ομαδικής θρησκευτικής προσευχής σε αυτό και να σταματήσει η οποιαδήποτε μορφή εκκλησιασμού (ή άλλης ιερουργίας) κατά την ώρα του σχολείου. Θεωρώ πως ήδη καθυστέρησα αδικαιολόγητα γι’ αυτή την έκκληση: εδώ και χρόνια είναι προφανές για μένα πως η ύπαρξη θρησκευτικών συμβόλων στα σχολεία (και σε κάθε άλλο χώρο δημόσιου χαρακτήρα), η σχολική προσευχή, ο ομαδικός εκκλησιασμός κατά την ώρα του σχολείου καθώς και η κάθε μορφή προσηλυτισμού μέσα στην υποχρεωτική εκπαίδευση ανηλίκων (δηλαδή το μάθημα των Θρησκευτικών όπως διαχρονικά διδάσκεται) συνιστούν μια βαθιά προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και παραβιάζουν ευθέως βάναυσα το στοιχειώδες και θεμελιακό ανθρώπινο δικαίωμα για ελευθερία της συνείδησης (: άρα και της θρησκευτικής συνείδησης).
Πολλοί από τους αναγνώστες των βιβλίων μου θα θεωρήσουν τούτη την έκκληση ως αυτονόητη συνέχεια της εκπεφρασμένης από χρόνια θέσης ενάντια στις θρησκείες, σε κάθε είδους καθολική πίστη, ενάντια ακόμη και στη μεταφυσική έννοια ενός παντοδύναμου παντεπόπτη «Θεού»/«Ανώτερης Δύναμης» που εποπτεύει-ελέγχει-υποτάσσει τους «αδύναμους»-«ατελείς»-«ανεπαρκείς»-«αμαρτωλούς» ανθρώπους στην ισχύ της τάξης του. Κάνουν λάθος: οι αντιθρησκευτικές θέσεις μου βεβαίως και ισχύουν – μα θα υπέγραφα την ίδια έκκληση ακόμη κι αν ήμουν βαθιά θρησκευόμενος· ίσως τότε μάλιστα να ήμουν ακόμη πιο ενοχλημένος, καθώς θα ένιωθα πως η πίστη μου θα υπαγόταν στην απανθρωπιά της υποχρεωτικής εκπαιδευτικής κανονικότητας και θα ευτελιζόταν σε διατακτική τελετουργία…
Εξηγούμαι: πράγματι εδώ και χρόνια έχω χαρακτηρίσει τις θρησκείες φιλοσοφικά συστήματα που σκλαβώνουν τους ανθρώπους υπάγοντάς τους σε μια τελετουργία θανάτου, μίσους και απανθρωπιάς (καθώς λογαριάζουν την αγάπη και το μίσος ως προαποφασισμένες διαταγές και όχι ως ανθρώπινες εκδοχές). Επίσης έχω χαρακτηρίσει τον «παντεπόπτη»/«ελεγκτή»/«τιμωρό Θεό» ως το φριχτότερο από τα τέρατα που έχει επινοήσει ο νους του ανθρώπου – πολύ χειρότερο από την κάθε Λερναία Ύδρα και τον κάθε σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι. Θεωρώ όλα τα «Ιερά Βιβλία» όλων των θρησκειών εξαγγελίες διαχρονικών και εξακολουθητικών φόνων – που σκλαβώνουν τους ανθρώπους στον τρόμο του επικείμενου αφανισμού τους. Κι όσο μπορώ να αντιληφθώ την ανθρώπινη ιστορία, βλέπω πως όλες θρησκείες που κυριάρχησαν ιστορικά (με προεξάρχοντα τον Χριστιανισμό) αιματοκύλισαν και αιματοκυλίζουν την ανθρωπότητα επιχειρώντας να επιβληθούν ως ή μία και αναμφισβήτητη αλήθεια.
Αυτές ωστόσο είναι οι δικές μου απόψεις – και εκφράζουν μονάχα εμένα και την (παροντική – γιατί ανά πάσα στιγμή μπορεί να αλλάξει ή και να μεταστραφεί) οπτική μου για τον κόσμο. Υπάρχουν εκατομμύρια (για να είμαι ακριβέστερος: δισεκατομμύρια) συμπολίτες μου στο μεγάλο παγκόσμιο χωριό που έχουν τη δική τους οπτική – η οποία, ως ανθρώπινη έκφραση, είναι εξίσου σημαντική με τη δική μου. Αυτοί οι άνθρωποι θρησκεύονται σε έναν ή και περισσότερους θεούς, σεάυλα πνεύματα ή υλικά σημεία, έχουν τόπους λατρείας και ιερά κείμενα, τελετουργίες και παραδόσεις: έτσι κατανοούν την ύπαρξή τους, τη φθορά, την αγάπη, το μίσος, τον έρωτα, την ανθρώπινη κατάσταση εν γένει. Κι έχω πολλές φορές γράψει πως θα κατέβαινα στο δρόμο για να υπερασπιστώ την ελευθερία τούτης της έκφρασης (δηλαδή: κάθε απόχρωσης του χριστιανισμού, του μωαμεθανισμού, του ιουδαϊσμού του βουδισμού, του κομφουκιανισμού, του παγανισμού, του σαμανισμού, τουσατανισμού, του πολυθεϊσμού, του δωδεκαθεϊσμού ή οποιασδήποτε άλλης θρησκευτικής εκδοχής). Γιατί, φυσικά, ο απόλυτος σεβασμός στην πίστη του άλλου είναι η βασική προϋπόθεση για να ζητήσει κανείς τον αντίστοιχο απόλυτο σεβασμό στη δική του αθεΐα/απιστία/αγνωστικισμό (ή όπως αλλιώς θέλει να το ονομάσει ο καθένας).
Ο απόλυτης σεβασμός σε κάθε πίστη (άρα και στην απιστία) προϋποθέτει και την πολιτική, πολιτειακή και εκπαιδευτική ανεξιθρησκία. Δυστυχώς τούτη η ανεξιθρησκία δεν είναι εμπεδωμένη θεσμικά στο βαθύτατα αναχρονιστικό σε σχέση με τις άλλες κοινωνίες της Δύσης ελληνικό κράτος. Το άρθρο 3 του Συντάγματος (περί επικρατούσας θρησκείας στην Ελλάδα) είναι προφανέστατα αντισυνταγματικό, ένα δημοκρατικό κενό και μια πολιτειακή ντροπή για όλους μας (όπως πολιτειακή ντροπή είναι η ύπουλη συνταγματική απαγόρευση του προσηλυτισμού του άρθρου 13 σε μια κοινωνία με θεσμικά επικρατούσα θρησκεία). Και σε ολόκληρη τη διακλάδωση του ελληνικού θεσμικού οικοδομήματος βλέπουμε εκφάνσεις μιας αποκρουστικής θεοκρατίας βαθιά ριζωμένης μέσα στον κυρίαρχο ανορθολογισμό: το μάθημα των «Θρησκευτικών» (που είναι ένα μάθημα θρησκευτικού μίσους), τα θρησκευτικά σύμβολα στα σχολεία, στα δικαστήρια και σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, ηθρησκειοποιημένη εκπαίδευση εν γένει, η δημόσια ομαδική προσευχή, οι θρησκευτικές αργίες, η υπαγωγή της περιουσίας της κυρίαρχης εκκλησίας σε ένα διαρκές καθεστώς παρακρατικής ανομίας είναι μονάχα μερικά παραδείγματα αυτής της θεσμικής εκτροπής από τα ανθρώπινα δικαιώματα και το δημοκρατικό πολίτευμα.
Η αναγκαιότητα της ανεξίθρησκης εκπαίδευσης στην Ελλάδα υποστηρίχτηκε με λειψά επιχειρήματα – ακριβώς γιατί η ελληνική κοινωνία είδε διαχρονικά τη συζήτηση αυτή ως ύποπτη και απειλητική για την αυτοκατάφασή της. Έτσι, η μόνη υπέρ της ανεξιθρησκίας επιχειρηματολογία που μπόρεσε κάπως να γίνει ανεκτή είναι η ακόλουθη: η ανεξίθρησκη εκπαίδευση είναι απαραίτητη προϋπόθεση δημοκρατίας, καθώς στα ελληνικά σχολεία (και τα τελευταία χρόνια σε μεγαλύτερο ποσοστό από ποτέ) συγκεντρώνονται παιδιά των οποίων οι γονείς ανήκουν σε διαφορετικά θρησκευτικά δόγματα από αυτό της κυρίαρχης ορθόδοξης χριστιανικής πίστης ή και γονιών που είναι άθεοι. Όλα αυτά τα παιδιά βρίσκονται σε ένα προφανές αδιέξοδο βλέποντας μιαν άλλη από την οικεία σε αυτά πίστη να είναι κυρίαρχη μέσα στις σχολικές αίθουσες και να επιβάλλει με περίπου διατακτικό τρόπο την τελετουργία της. Ποιο σχολείο μπορεί να διδάξει την αξία του αλληλοσεβασμού και της αλληλεγγύης υπό αυτήν τη συνθήκη;
Η σκέψη αυτή είναι φυσικά απολύτως ορθή στην ακολουθία της – μα μου αφήνει ένα μεγάλο κενό στην εκκίνησή της. Προσωπικά ζυγώνω την ανεξιθρησκία μέσα από μια διαφορετική αφετηρία. Δεν θεωρώ πως ένα παιδί εντάσσεται αυτόματα και αυτονόητα στην όποια θρησκεία του γονιού του – με τον ίδιο τρόπο που δεν θεωρώ πως τα δικά μου παιδιά συμμερίζονται αυτονόητα τη δική μου αθεΐα. Τα παιδιά είναι παιδιά: μια αξία πολύ μεγαλύτερη από τις πίστεις μας, τις απόψεις μας, την όποια οπτική μας για τον κόσμο. Αν κάτι μάς έχει δώσει ως πολιτισμική κληρονομιά η Δύση, είναι η πεποίθηση πως αυτά τα παιδιά (και όλα τα παιδιά του κόσμου) έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν τη ζωή τους και τους όρους της, τον μεταφυσικό και φυσικό αυτοπροσδιορισμό τους. Ως εκ τούτου, όλα τα παιδιά (ακόμη και αυτά των οποίων οι γονείς πιστεύουν στο κυρίαρχο θρησκευτικό δόγμα – και όλα τα υπόλοιπα βέβαια) δικαιούνται να μεγαλώνουν δίχως να τους επιβάλλονται μεταφυσικές τελετουργίες, επικλήσεις και προσευχές, ιερά βιβλία και σύμβολα θρησκειών που δεν επέλεξαν τα ίδια. Η εκπαιδευτική ανεξιθρησκία είναι μια αξία που οφείλουμε να γυρέψουμε όλοι, πιστοί και άθεοι, με την ίδια ένταση για τα παιδιά μας ως θεμελιακή προστασία της ίδιας τής πίστης ή της απιστίας μας – ακριβώς γιατί η οποιασδήποτε μορφής πίστη και οποιασδήποτε μορφής αθεΐα μπορεί να δικαιωθεί εσωτερικά όχι όταν επιβάλλεται σε ανήλικα παιδιά ως παρωπίδα τρόμου αλλά όταν την επιλέγει αυτόβουλα ο κάθε άνθρωπος, ως ενήλικο υποκείμενο, εφόσον το θέλει, όπως το θέλει, για όσο το θέλει, επειδή το θέλει. Η εκπαιδευτική ανεξιθρησκία είναι κάτι πολύ περισσότερο από αίτημα όσων είμαστε άθεοι: είναι όρος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας όλων μας.
Σύμφωνα με αυτήν τη συλλογιστική, ανάμεσα στους πρώτους που θα αποφάσιζαν να γυρέψουν την απομάκρυνση των θρησκευτικών συμβόλων από τα σχολεία και την κατάργηση της ομαδικής σχολικής προσευχής και του σχολικού εκκλησιασμού θα έπρεπε κάθε φορά να είναι οι ίδιοι οι γνήσια πιστοί του κυρίαρχου δόγματος (ενπροκειμένω στην Ελλάδα οι ορθόδοξοι χριστιανοί) – ακριβώς γιατί θα ήθελαν (επιτέλους) να προστατεύσουν τη ζωτική (για τους ίδιους) πίστη τους από τη διαρκή μετατροπή της σε μια απαίσια διατακτική διαδικασία. Εξάλλου, η ίδια ανάγκη προστασίας του μεταφυσικού πυρήνα της όποιας αλήθειας τους θα έπρεπε για τους γνήσιαπιστούς να καθιστά επιτακτική ανάγκη τη συνολική αποθρησκειοποίηση του κράτους, την κατάργηση του μαθήματος των «Θρησκευτικών», την κατάργηση κάθε θεσμού ή παράδοσης που εγκλωβίζει ένα παιδί μέσα σε μια πίστη που δεν έχει επιλέξει το ίδιο: προφανές παράδειγμα ο νηπιοβαπτισμός, που μπορεί να μην είναι (πια) θεσμική υποχρέωση, μα είναι ένας ανεπανόρθωτος ευτελισμός της όποιας πίστης των γονιών που αποφασίζουν για λογαριασμό των μωρών τους σε ποιον και σε τι αυτά θα πιστεύουν.
Και εδώ μια προσωπική παρένθεση, ίσως για να υπενθυμίσω πόσο ανάπηρος, πόσο λειψός μπορεί να είναι κάποιος που συχνά ακούγεται ως «τιμητής». Αν κάποιοςπιστός νηπιοβαπτίζοντας τα παιδιά του εκφυλίζει την πίστη του, εκείνος που δεν πιστεύει μα συμμετέχει σε αυτήν τη διαδικασία λογαριάζοντάς την γραφική παράδοση και κοινωνική εκδήλωση ή απλώς αδρανώντας, εκφυλίζει τον ίδιο του τον εαυτό. Από αυτήν τη δεύτερη ντροπή, αλίμονο, δεν εξαιρούμαι. Κι ίσως γι’ αυτό έχω επιπλέον λόγους να ξέρω πως κάποτε η αδράνεια, η αβελτηρία, ο θαμπός φόρτος της καθημερινότητας είναι απλοϊκές δικαιολογίες υποταγής.
Μπορεί κανείς να ρωτήσει: Σε μια χώρα με όλα θεσμικά προβλήματα ανεξιθρησκίας που καταγράφτηκαν παραπάνω (αρχής γενομένης μάλιστα από το ίδιο το Σύνταγμα), η απομάκρυνση των θρησκευτικών συμβόλων από τα σχολεία και η κατάργηση της σχολικής προσευχής και του σχολικού εκκλησιασμού είναι πρώτη προτεραιότητα; Απαντώ κατ’ ανάγκη περιφραστικά: δεν πιστεύω σε καμιά αλλαγή που θα συμβεί διαμιάς όταν κάποιος χτυπήσει τα χέρια του ή προφέρει (σαν τον Αλή Μπαμπά) μια μυστική φράση – όσοι προσδοκούν τέτοιες πολιτικές μεταβολές προκαλούν τη βαθιά θλίψη μου και την έντονη καχυποψία μου (καθώς ο επίπεδος κόσμος που ευαγγελίζονται είναι συνήθως πολύ κτηνωδέστερος από τον υπάρχοντα). Πιστεύω πως μπορούμε, ως κοινωνικό σύνολο (: ως παγκόσμια κοινότητα), να βαδίσουμε σε έναν δρόμο λίγο πιο ανθρώπινο (και κατ’ επέκταση: όλο και πιο ανθρώπινο) κάνοντας κάθε φορά μικρά βήματα που προϋποθέτουν απερίγραπτο υλικό και πνευματικό μόχθο και ανυπολόγιστα φορτία ανοχής,δοτικότητας, αγάπης και θυσίας. Έτσι, έχω (πια) μάθει να μην περιφρονώ τα μικρά βήματα – και επομένως, ναι, η απομάκρυνση των θρησκευτικών συμβόλων από τα ελληνικά σχολεία και η κατάργηση της ομαδικής δημόσιας προσευχής και του σχολικού εκκλησιασμού θα είναι για την ελληνική κοινωνία μικρά βήματα και συνάμα μεγάλα άλματα – χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν πρέπει να συνοδευτούν με διαρκή πνευματική και υλική προσπάθεια για τη συνταγματική αναθεώρηση των άρθρων 3 και 13, την κατάργηση του μαθήματος των «Θρησκευτικών» και την ανάκληση όλων των θεσμικών δικαιωματικών παραβιάσεων που προανέφερα (και ακόμη, με διαρκή πνευματική και υλική προσπάθεια για την κατάργηση των στρατών, των συνόρων, των εθνικών κρατών και κάθε άλλης μηχανής φόνου, τρόμου και ρατσισμού).
Για όλους αυτούς τους λόγους έστειλα στον Συνήγορο του Πολίτη την επιστολή/έκκληση για την απομάκρυνση των θρησκευτικών συμβόλων από τα σχολεία και την κατάργηση της ομαδικής προσευχής και του εκκλησιασμού σε αυτά. Γιατί λογαριάζω ως πρώτη και βασική προϋπόθεση για τη ζητούμενη ανθρωπιά το σεβασμό του καθενός ανθρώπου προς τον διπλανό του και προς όλη την ανθρωπότητα – και γιατί νιώθω πως τούτος ο αλληλοσεβασμός δίχως ανεξιθρησκία όχι μόνο δεν είναι εφικτός αλλά δεν είναι καν ορατός. Και γιατί θέλω τα παιδιά μου να πιστέψουν ή να απορρίψουν ελεύθερα σε όποιον/όποια/ό,τι θέλουν, για όσο το θέλουν, όπως το θέλουν, επειδή το θέλουν – χωρίς να παρέμβει διατακτικά στην επιλογή τους καμιά κυρίαρχη πλειοψηφία, καμία επικρατούσα θρησκεία, κανένας φάρος/ποιμένας/καθοδηγητής – κανένας απολύτως, που σημαίνει ούτε κι εγώ.
Θανάσης Τριαρίδης, Δεκέμβριος 2009
.