Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Ιστιοφόρα ή Πετρελαιοφόρα;



 Οι Ελληνικές θάλασσες, όπως μας πληροφορούν επίμονα τα τελευταία χρόνια διάφοροι ειδικοί και μη, εκτός από φυσική υποδομή για την ανάπτυξη και διατήρηση του Ελληνικού τουρισμού κρύβουν επί πλέον πλούτο, κρυμμένο για αναρίθμητους αιώνες, που ήρθε πλέον η ώρα του να ανακαλυφθεί και να αξιοποιηθεί. Ο πλούτος αυτός είναι οι υδρογονάνθρακες. Είναι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο που περιμένουν ανεκμετάλλευτα στον πυθμένα του Αιγαίου και του Ιόνιου πελάγους για να λύσουν το οικονομικό πρόβλημα της χώρας και να ανακουφίσουν κάπως, όπως μας πληροφορούν προφητικά διάφοροι γεωπολιτικοί αναλυτές, την Ευρώπη από την δυσβάσταχτη ενεργειακή της εξάρτηση από την Ρωσία.

Είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο αριθμός των κειμένων που έχουν γραφτεί, κυρίως τα τελευταία 2 – 3 χρόνια σχετικά με τα Ελληνικά ενεργειακά κοιτάσματα και είναι άπειρες οι συναφείς συζητήσεις. Οι συζητήσεις αυτές και τα κείμενα συμπλέκονται με τις συζητήσεις και κείμενα που αφορούν την Ελληνική και την Κυπριακή ΑΟΖ και έχουν συνήθη καταγωγή -οπωσδήποτε με εξαιρέσεις- τους πλέον συντηρητικούς ή και υπερ-συντηρητικούς κύκλους που δραστηριοποιούνται οικονομικά και πολιτικά μέσα στην Ελλάδα.

Όμως οι εκτιμήσεις για το είδος, την ποιότητα και την ποσότητα των υδρογονανθράκων στο Ιόνιο και στο Αιγαίο είναι αυτό και μόνο: εκτιμήσεις. Από όσα είναι ευρέως γνωστά και μέχρι πολύ πρόσφατα, δεν εκτελέστηκε απολύτως καμία σοβαρή γεώτρηση στα Ελληνικά πελάγη η οποία να καταλήξει σε απτά συμπεράσματα και αξιοποιήσιμα αποτελέσματα. Εδώ φαίνεται ωσάν να πρόκειται για κάποια μεθοδευμένη οικοδόμηση φαντασιακού.

Η αντίστοιχη οικοδόμηση φαντασιακού διεξόδου από την οικονομική δυσπραγία που έγινε στην Κύπρο και που έφτασε σε επίπεδα προπαγανδιστικής παράκρουσης, ίσως θα έπρεπε να αξιοποιείται ως διδακτικό παράδειγμα. Τα ασύλληπτα κοιτάσματα και ο χωρίς όρια διαθέσιμος υποθαλάσσιος πλούτος δεν στάθηκαν αρκετά για να γλυτώσουν τη μεγαλόνησο από τον ασφυκτικό κλοιό του Ευρωπαϊκού νέο-φιλελευθερισμού και το ‘εξυγιαντικό’ νυστέρι του ΔΝΤ. Η Κύπρος δεν χρειαζόταν πετρέλαια. Χρειαζόταν απλώς να μην αφεθούν -από την προηγούμενη εν πολλοίς θετική, ειλικρινή αλλά εν τέλει αφελή κυβέρνηση- οι τράπεζές της να κερδοσκοπήσουν ανεξέλεγκτα καταστρέφοντας συθέμελα την οικονομία του νησιού.

Ας δεχτούμε όμως ως υπόθεση εργασίας και προς οικονομία του συλλογισμού που γίνεται προσπάθεια να αναπτυχθεί εδώ, πως τα κοιτάσματα ανακαλύπτονται, μετρούνται -με γεωτρήσεις και εργαστηριακές αναλύσεις των δειγμάτων και όχι με σεισμογραφικές προσομοιώσεις και μοντέλα- και βρίσκονται κατά τον ένα ή άλλο βαθμό αξιοποιήσιμα. Αυτό προϋποθέτει ικανό χρονικό διάστημα ώστε να ολοκληρωθούν οι εργασίες των εταιρειών στις οποίες έχει ανατεθεί από το Ελληνικό Δημόσιο η σχετική έρευνα. Τα αποτελέσματα των ερευνών πωλούνται στις εταιρείες που έχουν την τεχνολογία και τον εξοπλισμό εξόρυξης και αυτές υποβάλλουν οικονομικές προτάσεις και χρονοδιαγράμματα άντλησης. Μόλις κάποιες από αυτές επιλεγούν τότε θα πρέπει να εγκατασταθεί ο εξοπλισμός, δηλαδή οι πλατφόρμες άντλησης, να ολοκληρωθούν οι μηχανισμοί μεταφοράς και να συναφθούν οι συμφωνίες διάθεσης, δηλαδή πώλησης του τελικού προϊόντος στην αγορά ενέργειας. Αυτή -σε πολύ αδρές γραμμές- είναι η διαδικασία που ακολουθείται σε τέτοιες περιπτώσεις και η οποία θα πρέπει να εμπεριέχει, σενάρια μεταφοράς, οικονομικές αποδόσεις, περιβαλλοντικές μελέτες και διακρατικές συμφωνίες. Σε όλα αυτά, από όσα γνωρίζουμε έως σήμερα, θα πρέπει να συμμετέχει ενεργά η ΔΕΠΑ με την τωρινή (Δημόσια) ή την μελλοντική (ιδιωτική;) μορφή της.

Η προσέγγιση αυτή, για το Ιόνιο, εμπεριέχει και έναν ακόμη παράγοντα που αποδυναμώνει τις πιθανότητες υλοποίησης. Ο παράγοντας αυτός είναι τα μεγάλα βάθη. Όποιος έχει έστω και μικρή σχέση με την θάλασσα γνωρίζει πως στο Ιόνιο, ακόμη και σε μικρές αποστάσεις των λίγων μιλίων από τις ακτές, παρατηρούνται μεγάλα βάθη που προσεγγίζουν συχνά τα 3.000 μέτρα και φτάνουν και σε ορισμένα σημεία ξεπερνούν τα 5.000 μέτρα.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την διαδικασία που περιγράφτηκε ποιό πάνω σχετικά με την έρευνα, ανακάλυψη, ανάθεση, εξόρυξη και διάθεση μπορεί ίσως να δώσει μια αίσθηση του απαιτούμενου χρόνου και της πιθανότητας επιτυχίας της προσπάθειας αξιοποίησης των ενεργειακών αποθεμάτων του Ιονίου.

Ας προστεθεί εδώ πως ένα κοίτασμα δεν αποδίδει αυτόματα όλη την αξία του, αλλά η διαδικασία άντλησης εκτείνεται σε χρονικό βάθος δύο, τριών ή και περισσότερων δεκαετιών. Παρ’ όλα αυτά, στις περιπτώσεις αυτές -και ειδικά στις φάσεις των ερευνών- τίποτα δεν πρέπει να αποκλείεται. Είναι όμως καλό να παρατίθενται οι παράγοντες και τα πραγματολογικά δεδομένα όπως ακριβώς έχουν, ώστε να έχουμε όλοι την δυνατότητα μόρφωσης μιας αντίληψης αντικειμενικής για το ζήτημα και να μην στερούμαστε, από προπαγανδιστικούς εντυπωσιασμούς ή παραπληροφόρηση, τα εργαλεία που θα μας επιτρέψουν να το τοποθετήσουμε στην σωστή του βάση αποδίδοντάς του την σημασία που πραγματικά του αντιστοιχεί.

Αν τώρα, επεκτείνοντας την παραπάνω συλλογιστική, αντιμετωπίσουμε το θέμα της αξιοποίησης των τυχόν ενεργειακών αποθεμάτων του Αιγαίου, θα δούμε πως εδώ το ζήτημα είναι αρκετά πιο περίπλοκο.

Σήμερα, με βάση το τρέχον καθεστώς στο Αιγαίο, η Ελλάδα ελέγχει περίπου το 40% του αρχιπελάγους και η Τουρκία το 10 έως 20%. Το Υπόλοιπο είναι διεθνή ύδατα. Αν η Ελλάδα επέκτεινε -όπως και δικαιούται με βάση το διεθνές δίκαιο της θάλασσας- τα χωρικά της ύδατα στα 12 από τα 6 μίλια που είναι σήμερα, τότε θα έλεγχε το 70% περίπου του Αιγαίου.
Η κίνηση αυτή, όπως κάθε νοήμων άνθρωπος αντιλαμβάνεται, θα σήμαινε μια ριζική γεωπολιτική μεταβολή στην περιοχή με επιπτώσεις και παρενέργειες που είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφτούν. Ας ληφθεί επί πλέον υπ’ όψη, πως η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις που αφορούν το δίκαιο της θάλασσας.
Τον παράγοντα αυτόν θα πρέπει να τον συναρτά κανείς με όλες τις αναλύσεις σχετικά με την ανακήρυξη Ελληνικής ΑΟΖ.
Χωρίς το οριστικό και αμοιβαία αποδεκτό ξεκαθάρισμα τω δύο αυτών ζητημάτων, δηλαδή των χωρικών υδάτων και της ΑΟΖ, από την Τουρκία και την Ελλάδα, κάθε έρευνα στο Αιγαίο θα είναι αμφιλεγόμενη, εν δυνάμει διαβλητή και θα αποτελεί έναυσμα για εντάσεις που θα μπορούσαν -κάτω από κάποιες προϋποθέσεις- να γίνουν ανεξέλεγκτες.
Η εκτίμηση των περισσοτέρων που ασχολούνται με γνώση αλλά και κάποια ψυχραιμία με τα θέματα αυτά, είναι πως ξεπερνούν τις δυνατότητες τοπικού χειρισμού και αποτελούν Ευρωπαϊκό (κάποιοι άρχισαν να μιλούν για Ευρωπαϊκή ΑΟΖ) ή ακόμη χειρότερα ενδο-Δυτικό ζήτημα.
Έτσι όμως μεγεθύνεται δραματικά το εκτιμώμενο χρονικό βάθος κάποιας πιθανής επίλυσης και -αντίστοιχα- μειώνονται οι ελπίδες πραγματικής αξιοποίησης των τυχόν υπαρκτών κοιτασμάτων στο ορατό μέλλον.

Μια δεύτερη σκέψη είναι πως τόσα χρόνια ερευνών στο Αιγαίο (χρονολογούνται από το 1970) και τόσα χρόνια προσπαθειών πολιτικών και άλλων, το μόνο που απέδωσαν είναι οι εξέδρες Πρίνος οι οποίες δημιουργούν ένα ετήσιο οικονομικό αποτέλεσμα για την χώρα που βρίσκεται μάλλον αρκετά κάτω από τα 50 εκατομμύρια ευρώ. Αυτό για μια χώρα που έχει, και μάλιστα τώρα που αντιμετωπίζει τεράστιες δυσκολίες, ΑΕΠ που ξεπερνά τα 200 δις ευρώ αποκτά μια συγκεκριμένη σημασία και μια εκ των πραγμάτων καθοριζόμενη βαρύτητα.
Ουδείς σήμερα είναι τόσο αφελής ώστε να υποτιμά το χρήμα, όμως οι αριθμοί καθορίζουν βαρύτητες και οι βαρύτητες θέτουν προτεραιότητες.
Είναι δύσκολο να μην αναρωτηθεί κανείς πως είναι δυνατόν αυτά τα θρυλούμενα τεράστια ενεργειακά αποθέματα του Αιγαίου να έχουν μείνει για τόσες δεκαετίες αναξιοποίητα και μόνο πρόσφατα να αναζωπυρώθηκαν οι συζητήσεις, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις και το ενδιαφέρον.
Πρόκειται άραγε για ένα αντίδοτο στο τεράστιο Ελληνικό οικονομικό πρόβλημα (πρόσφατες ‘εκτιμήσεις’ ανεβάζουν την αξία των αποθεμάτων του Αιγαίου στα 100 δις ευρώ) ή για ένα πρόσφορο εργαλείο αποπροσανατολισμού των πολιτών ή -ακόμα χειρότερα- για ένα εύκολο πεδίο άσκησης ‘εθνικής’ πολιτικής παλαιάς κοπής από διάφορους αμφιλεγόμενους τιμητές και επίδοξους εθνοπατέρες;

Πέρα όμως από τους παραπάνω προβληματισμούς και κλείνοντας αυτό το κείμενο, που πήρε τελικά πολύ μεγαλύτερη έκταση από όσο είχε προγραμματιστεί, ας ειπωθεί -και πρέπει να μην το ξεχνούμε- πως ο τουρισμός αποτελεί βασικό τμήμα της Ελληνικής Οικονομίας.
Η συμμετοχή του στο ΑΕΠ της Ελλάδας βρίσκεται σταθερά από το 2000 στα επίπεδα του 16%. Ποσοστό εξαιρετικά σημαντικό αν συνεκτιμήσει κανείς την περίπλοκη και γεμάτη δυσκολίες συγκυρία στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα λόγω μνημονίου σε παραλληλία με την συνειδητή (από τις οικονομικές ελίτ) αποβιομηχάνιση και την ελαχιστοποίηση (από την ανικανότητα και την ιδιοτέλεια της πολιτικής ελίτ) της αγροτικής μας παραγωγής.
Ο γιγαντισμός του τομέα των υπηρεσιών ως συμμετοχή στο Ελληνικό ΑΕΠ, βρίσκεται εκτός ορίων ως χαρακτηριστικό μιας καπιταλιστικά αναπτυγμένης χώρας και λαμβάνοντας περισσότερο τον χαρακτήρα σοβαρής διαρθρωτικής στρέβλωσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντιστάθμισμα. Έτσι λοιπόν, αυτό το 16%, αντιπροσωπεύει σε απόλυτα ποσά περίπου 30 με 35 δις ευρώ τα οποία εισρέουν σταθερά, κάθε χρόνο και τα οποία η Ελληνική οικονομία έχει απόλυτη ανάγκη.
Για να έχουμε μια καλύτερη αίσθηση αυτών των μεγεθών, ας προστεθεί πως η συμμετοχή του τουρισμού στην απασχόληση αποτελεί το 17,6% (περίπου 750.000 άτομα) της συνολικής και πως αυτό το ανθρώπινο δυναμικό καλείται να υποστηρίξει με τις υπηρεσίες του περίπου 16 εκατομμύρια αφίξεις (στοιχεία ΣΕΠΕ 2011).
Το κεντρικό «θέατρο των επιχειρήσεων» εντός του οποίου επιτυγχάνονται -κατά κύριο λόγο- αυτά τα σημαντικά οικονομικά αποτελέσματα είναι οι θάλασσες και τα νησιά του Αιγαίου και κατά δεύτερο λόγο του Ιονίου. Και οι επιχειρήσεις αυτές, οι τουριστικές, διεξάγονται σε ένα εξόχως ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, διότι εκτός από το Αιγαίο υπάρχουν και τα νότια παράλια της Γαλλίας, η Τενερίφη, η Κροατία, η Ερυθρά θάλασσα, η Καραϊβική και το Πουκέ.

Η ευόδωση των μελλούμενων ερευνών στο Αιγαίο και η παράλληλη επίλυση θεμάτων τύπου ΑΟΖ κλπ θα είχε ως αποτέλεσμα την έναρξη των διαδικασιών ανάθεσης, εξόρυξης, διακίνησης και διάθεσης του πετρελαίου ή/και του φυσικού αερίου. Στην περίπτωση αυτή, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς κάμποσα πλοία LPG ή πετρελαιοφόρα, να περιδιαβαίνουν το Αιγαίο διακινώντας το ενεργειακό τους φορτίο. Θα τολμούσε επίσης κάποιος να φανταστεί και μερικές εξέδρες άντλησης σπαρμένες βόρεια της Μυκόνου, κάτω από την Φολέγανδρο και ανατολικά της Αμοργού. Και για πείτε μου ποιος τρελάθηκε να έρθει για διακοπές στο Ελληνικό Αιγαίο όταν αυτό θα ‘μυρίζει’ έντονα πετρέλαιο;
Ποιος μπορεί να αποτιμήσει την απώλεια ή και τον ολοκληρωτικό τουριστικό αποκλεισμό;
Τι είναι εν τέλει προτιμότερο; H άντληση για κέρδος της τάξης των 4 – 5 δις το χρόνο για μια εικοσαετία -σύμφωνα με το αισιόδοξο σενάριο των αποθεμάτων αξίας 100 δις- ή τα έσοδα των διπλάσιων ή τριπλάσιων δις ανά έτος από την τουριστική αξιοποίηση (αξιοποίηση και όχι εκμετάλλευση) του αρχιπελάγους;
Δυστυχώς όμως, ζητήματα όπως το υπερευαίσθητο Αιγαιοπελαγίτικο περιβάλλον, οι ανυπολόγιστες απώλειες για τον Ελληνικό τουρισμό και οι πολύ πιθανές συνεχείς τριβές με τους γείτονες, εκφεύγουν συνεχώς της προσοχής των πετρελαιόστροφων εγκεφάλων. Τυχαίο;

Θα μπορούσε κανείς να επιστήσει την προσοχή των ‘ελληνόψυχων’, που παίζουν απρογραμμάτιστα και χωρίς πραγματική στρατηγική με τα χωρικά ύδατα, με τις ΑΟΖ και με το ζήτημα των ενεργειακών κοιτασμάτων στήνοντας υπερ-πατριωτικά και εν τέλει εθνικιστικά παιχνίδια, λέγοντάς τους πως επιδίδονται σε  ανεύθυνους και εξαιρετικά επικίνδυνους ακροβατισμούς που βλάπτουν όχι μόνο τους ίδιους αλλά και όλους τους υπόλοιπους.
Και να πει με κατανόηση, αλλά ίσως και κάποια συγκατάβαση, σ’ αυτούς που με ειλικρίνεια λαχταρούν την αξιοποίηση αυτών των, υπαρχόντων ή μη, πόρων για το καλό της χώρας τους, πως ναι μεν η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, αλλά τίποτε δεν είναι απλό στον σημερινό κόσμο και πως το κάθε τι επιδρά σε αυτό που βρίσκεται δίπλα του με τρόπους που καμιά φορά αποδεικνύονται εντελώς απρόβλεπτοι. Με άλλα λόγια: ας προσέχουμε όλοι τι ακριβώς ευχόμαστε …
.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails