Νικηφόρος Λύτρας
– Αναμονή (1900)
... ... ...
Εγώ
κοιμάμαι, μα η φωνή μου ξαγρυπνά.
Του αγαπημένου μου η φωνή.
Χτυπά η πόρτα.
Άνοιξε, αγάπη
μου.
Πανέμορφή μου εσύ.
Άνοιξε να μπω, περιστέρι μου αδελφή μου.
Έχει νοτίσει
το κεφάλι μου η δροσιά και το νυχτιάτικο τ’ αγιάζι τα μαλλιά μου.
Πώς να ντυθώ
αφού επλάγιασα γυμνή;
Πώς να λερώσω τα πλυμένα μου τα πόδια;
Νοιώθω ένα
θρόισμα στα σπλάχνα μου γλυκό, καθώς τα δάχτυλα του ψάχνουν για το σύρτη.
Πετιέμαι
απάνω, να του ανοίξω – δε βαστώ – κι από τα χέρια μου σταλάζουν στάλες σμύρνα.
Πιάνω το μάνταλο ν’ ανοίξω.
Τι να δω;
Όλο το μάνταλο πλημμύρισε από σμύρνα.
Και του
ανοίγω.
Μα έχει φύγει.
Έχει χαθεί
... ... ...
Άσμα Ασμάτων Θ΄ κεφ. Ε΄2