Αυτές είναι ελάχιστες μόνο από τις βάσεις δεδομένων που παρουσιάζουν τρέχοντα αλλά και ιστορικά στατιστικά στοιχεία για ένα τεράστιο πλήθος μετρήσιμων μεγεθών που αφορούν στις οικονομίες και τις κοινωνίες ολόκληρου του πλανήτη και εκτείνονται από τόνους παραγόμενου σταριού μέχρι αριθμό των κατατιθέμενων ευρεσιτεχνιών ανά χώρα.
Αφορμή για την μικρή αυτή αναφορά ήταν συζήτηση που έγινε σχετικά με το τόσο ταλαιπωρημένο θέμα του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων στην χώρα και του βαθμού της παρεπόμενης επιβάρυνσης που δημιουργείται για τον προϋπολογισμό. Σε όσους έχουν ασχοληθεί σοβαρά με το θέμα είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων στην χώρα μας είναι από τους μικρότερους είτε σε σχέση με τον πληθυσμό είτε σε σχέση με το σύνολο του εργατικού δυναμικού είτε με όποιον άλλο τρόπο θέλει κανείς να μετρήσει αυτό το μέγεθος.
Το πλήθος των δημοσίων υπαλλήλων στην χώρα, συμπεριλαμβανομένων και των ΔΕΚΟ είναι σαφώς κάτω των 800.000, αποτυπώνεται σε κάθε Ελληνική ή διεθνή έρευνα και προφανώς δεν μπορεί να αμφισβητηθεί παρά μόνο από τους ιδιοτελείς, τους απληροφόρητους και τους επίμονα εχθρικούς έναντι διαφόρων κοινωνικών ομάδων. (Μια πολύ καλή και διαθέσιμη στο δίκτυο πηγή για το ζήτημα είναι η «Μελέτη για τις μισθολογικές εξελίξεις στο Δημόσιο» που έγινε για τα Υπουργεία Εσωτερικών και Οικονομικών από τις εταιρείες ICAP και HayGroup. Επίσης, στο Τεύχος Τακτικού Προϋπολογισμού 2010 φαίνεται ότι το σύνολο των πρωτογενών δαπανών εμπεριείχε 23 δις για μισθούς και συντάξεις, ποσό κάτω του 10% του ΑΕΠ, επίσης από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη). Από την μελέτη των στοιχείων που υπάρχουν σε διεθνές και εθνικό επίπεδο μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κανείς ότι η ανήθικη προπαγάνδα που επιχειρείται από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ εναντίον του Δημοσίου δεν είναι -φυσικά- επειδή τους πήρε ο πόνος για να κάνουν οικονομία στο κράτος αλλά απλούστατα διότι έχουν βαθύτατη ιδεολογική αντίθεση με κάθε τι κοινό. Βρίσκονται αντίθετοι σε κάθε μηχανισμό ή υπηρεσία που εξυπηρετεί και ενισχύει την κοινωνία. Η ίδιες οι έννοιες του «κοινού» και του «δημόσιου» τους προκαλούν αλλεργία. (Η προπαγάνδα αυτή διευκολύνει επίσης την καταλήστευση του Δημοσίου χρήματος αφού η «εξοικονόμηση» από τους μισθούς των υπαλλήλων θα οδηγηθεί … «αλλού»).
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μετά από 20 καταστροφικούς μήνες η παρούσα κυβέρνηση δεν έχει λάβει ούτε ένα (ούτε ένα !) διαρθρωτικό ή άλλο μέτρο που να βελτιώνει την ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών και την παραγωγικότητα των δημοσίων υπαλλήλων η οποία όντως βρίσκεται σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο. Τα μόνα «μέτρα» ήταν περικοπές μισθών, συντάξεων και προσωπικού μαζί με συνεχείς απειλές για απολύσεις. Τίποτε άλλο ! Όταν όμως το σπίτι μας έχει πρόβλημα με τον φωτισμό ή τα υδραυλικά ή τα κεραμίδια τότε δεν το γκρεμίζουμε ούτε το ξεπουλάμε αλλά κοιτάμε πώς να διορθώσουμε το πρόβλημα. Το ίδιο και όταν ο δημόσιος τομέας, παρά το μικρό του μέγεθος, έχει έλλειμμα παραγωγικότητας, κάνουμε λεπτομερή διάγνωση του προβλήματος και το διορθώνουμε με αντίστοιχα μέτρα που πάντως δεν εμπεριέχουν εργασιακή τρομοκράτηση και έξαλλη επίθεση στις αποδοχές των υπαλλήλων.
Αφορμή για την μικρή αυτή αναφορά ήταν συζήτηση που έγινε σχετικά με το τόσο ταλαιπωρημένο θέμα του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων στην χώρα και του βαθμού της παρεπόμενης επιβάρυνσης που δημιουργείται για τον προϋπολογισμό. Σε όσους έχουν ασχοληθεί σοβαρά με το θέμα είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων στην χώρα μας είναι από τους μικρότερους είτε σε σχέση με τον πληθυσμό είτε σε σχέση με το σύνολο του εργατικού δυναμικού είτε με όποιον άλλο τρόπο θέλει κανείς να μετρήσει αυτό το μέγεθος.
Το πλήθος των δημοσίων υπαλλήλων στην χώρα, συμπεριλαμβανομένων και των ΔΕΚΟ είναι σαφώς κάτω των 800.000, αποτυπώνεται σε κάθε Ελληνική ή διεθνή έρευνα και προφανώς δεν μπορεί να αμφισβητηθεί παρά μόνο από τους ιδιοτελείς, τους απληροφόρητους και τους επίμονα εχθρικούς έναντι διαφόρων κοινωνικών ομάδων. (Μια πολύ καλή και διαθέσιμη στο δίκτυο πηγή για το ζήτημα είναι η «Μελέτη για τις μισθολογικές εξελίξεις στο Δημόσιο» που έγινε για τα Υπουργεία Εσωτερικών και Οικονομικών από τις εταιρείες ICAP και HayGroup. Επίσης, στο Τεύχος Τακτικού Προϋπολογισμού 2010 φαίνεται ότι το σύνολο των πρωτογενών δαπανών εμπεριείχε 23 δις για μισθούς και συντάξεις, ποσό κάτω του 10% του ΑΕΠ, επίσης από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη). Από την μελέτη των στοιχείων που υπάρχουν σε διεθνές και εθνικό επίπεδο μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κανείς ότι η ανήθικη προπαγάνδα που επιχειρείται από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ εναντίον του Δημοσίου δεν είναι -φυσικά- επειδή τους πήρε ο πόνος για να κάνουν οικονομία στο κράτος αλλά απλούστατα διότι έχουν βαθύτατη ιδεολογική αντίθεση με κάθε τι κοινό. Βρίσκονται αντίθετοι σε κάθε μηχανισμό ή υπηρεσία που εξυπηρετεί και ενισχύει την κοινωνία. Η ίδιες οι έννοιες του «κοινού» και του «δημόσιου» τους προκαλούν αλλεργία. (Η προπαγάνδα αυτή διευκολύνει επίσης την καταλήστευση του Δημοσίου χρήματος αφού η «εξοικονόμηση» από τους μισθούς των υπαλλήλων θα οδηγηθεί … «αλλού»).
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μετά από 20 καταστροφικούς μήνες η παρούσα κυβέρνηση δεν έχει λάβει ούτε ένα (ούτε ένα !) διαρθρωτικό ή άλλο μέτρο που να βελτιώνει την ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών και την παραγωγικότητα των δημοσίων υπαλλήλων η οποία όντως βρίσκεται σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο. Τα μόνα «μέτρα» ήταν περικοπές μισθών, συντάξεων και προσωπικού μαζί με συνεχείς απειλές για απολύσεις. Τίποτε άλλο ! Όταν όμως το σπίτι μας έχει πρόβλημα με τον φωτισμό ή τα υδραυλικά ή τα κεραμίδια τότε δεν το γκρεμίζουμε ούτε το ξεπουλάμε αλλά κοιτάμε πώς να διορθώσουμε το πρόβλημα. Το ίδιο και όταν ο δημόσιος τομέας, παρά το μικρό του μέγεθος, έχει έλλειμμα παραγωγικότητας, κάνουμε λεπτομερή διάγνωση του προβλήματος και το διορθώνουμε με αντίστοιχα μέτρα που πάντως δεν εμπεριέχουν εργασιακή τρομοκράτηση και έξαλλη επίθεση στις αποδοχές των υπαλλήλων.
Με αφορμή αυτό το μικρό σημείωμα τίθεται και ένα άλλο ζήτημα που αφορά την αμφισβήτηση των στοιχείων ως έσχατο μέτρο άμυνας απέναντι στην απλή αλήθεια. Αυτό αποτελεί ένα εξαιρετικά επικίνδυνο όσο και αφόρητα εκνευριστικό φαινόμενο που δεν έχει να κάνει με το συγκεκριμένο ζήτημα του σημειώματος και μόνο, αλλά είναι γενικότερο και μπορεί να μολύνει και να αχρηστεύσει οποιαδήποτε συζήτηση.
Στην αρχή του κειμένου αναφέρθηκαν δειγματοληπτικά κάποιες πηγές στοιχείων και πληροφόρησης. Είναι πολύ φυσικό κάθε άνθρωπος να διατηρεί μια ενδόμυχη επιφύλαξη για την απόλυτη αντικειμενικότητα των δεδομένων αυτών ύστερα και από την οδυνηρή εμπειρία που είχαμε ως Έλληνες πολίτες με τις απανωτές «απογραφές» και τις συνεχείς αναθεωρήσεις των προϋπολογιστικών ελλειμμάτων.
Στην πραγματικότητα όμως η αμφισβήτηση των επίσημων στοιχείων καταστρέφει κάθε διάλογο, κάνει αδύνατη κάθε προσπάθεια αντικειμενικής έρευνας σε οποιοδήποτε θέμα και εξομοιώνει όλες τις γνώμες έτσι ώστε στην πραγματικότητα καμία δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ή να ελεγχθεί αφού αμφισβητείται και άρα καταργείται κάθε υπάρχον σημείο αναφοράς, κάθε δεδομένο και κάθε μέτρο σύγκρισης. Πρόκειται για την πιο ανάπηρη και την περισσότερο εφιαλτική εκδοχή της Δημοκρατίας !
Αυτή η εφιαλτική «δημοκρατία» είναι ο προσφιλής τρόπος σκέψης αυτών που στην πραγματικότητα απεχθάνονται την σκέψη. Είναι η «αλάνθαστη» μέθοδος αυτού που πιστεύει κάτι διότι έτσι του γουστάρει ή έτσι τον βολεύει. Αυτός που από μια -εκ των πραγμάτων- περιορισμένη εμπειρία, όπως περιορισμένη είναι η εμπειρία όλων μας, βγάζει γενικά απαίδευτα και άκριτα συμπεράσματα επί παντός επιστητού παραβλέποντας τα δεδομένα και αμφισβητώντας κάθε τι που δεν ταιριάζει με την εικόνα που έφτιαξε στο μυαλό του και που δεν έχει το παραμικρό λογικό υπόβαθρο παρά στηρίζεται μόνο στην εμπάθεια και στο συναίσθημα. Τα επίσημα στοιχεία δεν είναι φυσικά πανάκεια αλλά αποτελούν το μοναδικό διαθέσιμο σημείο αναφοράς που δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί αφού δεν μπορεί να αντικατασταθεί με άλλο αντίστοιχο ή καλύτερο.
Πρέπει εν τέλει οι πολίτες να απεμπλακούν από την άγονη περιπτωσιολογία του «πήγε χτες ο ξάδελφός μου εκεί κι εκεί» και «πέρυσι που είχα πάει εκεί είδα αυτό». Τα ζητήματα που επιδρούν πάνω μας είναι γενικά και πρέπει να συνηθίσουμε, χωρίς να υποτιμούμε την εμπειρία, να σκεφτόμαστε και εμείς γενικά βλέποντας και αναλύοντας «το όλον» χωρίς να επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να βυθίζονται στην λεπτομέρεια.
Τα ζητήματα που τίθενται αφορούν το προοδευτικό κίνημα αλλά και κάθε έναν μας ξεχωριστά. Μας αφορά όλους η αναζήτηση τρόπων που θα μας βοηθήσουν να ξεφύγουμε από τις στείρες συζητήσεις του καφενείου, που θα μας παράσχουν τα εργαλεία πραγματικής ανάλυσης των ζητημάτων που μας απασχολούν, που θα μας απαλλάξουν από μικροεγωισμούς της στιγμής βοηθώντας μας να καταλάβουμε ποιος έχει δίκιο για κάτι ή τουλάχιστον ποιος πλησιάζει περισσότερο την αλήθεια, αλλά πάνω από όλα, που θα μας δώσουν την ικανότητα να μπορούμε να μεταβάλουμε και να βελτιώνουμε τις αντιλήψεις μας μέσα από την πραγματική επικοινωνία και την προσεκτική εκλογίκευση των θέσεων.
Η ανάγκη για εφοδιασμό του μέσου ανθρώπου με απλά και καθημερινής χρήσης εργαλεία που θα τον βοηθούν να προσεγγίσει την αλήθεια και τις πραγματικές (παρ’ ότι πολλές φορές καλά κρυμμένες) πλευρές των γεγονότων που μας κατακλύζουν, όχι αμφισβητώντας τον άλλο αλλά συνεισφέροντας δεδομένα και επιχειρήματα, είναι σήμερα, ίσως περισσότερο παρά ποτέ, επιτακτική.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου