Διήγηση πρώην πεζοναύτη του Β’ πολέμου (από την
ταινία Lucky
):
Πάντα σκέφτομαι αυτούς τους ανθρώπους στα νησιά, που
κρύβονταν στις σπηλιές, επειδή μας φοβόντουσαν. Οι Γιαπωνέζοι τους είπαν ότι
πήγαμε να βιάσουμε και να τους σκοτώσουμε όλους. Έτσι, όταν ασφαλίσαμε την
παραλία και οι ντόπιοι που επιβίωσαν απ' αυτή την καταραμένη μάχη, άρχισαν να
πετάνε τα παιδιά τους από τους βράχους, και στη συνέχεια να πέφτουν και οι
ίδιοι. Υποθέτω ότι νόμιζαν ότι η αυτοκτονία ήταν καλύτερη από το να μας
αντιμετωπίσουν.
Θυμάμαι αυτό το μικρό κορίτσι, δεν θα ήταν πάνω
από επτά, ντυμένη με κουρέλια.
Δεν ξέρω, μας είδε που ερχόμασταν, υποθέτω, και
ακριβώς στη μέση του πουθενά, έξω από μια τρύπα ή όπου κι' αν ήταν και είχε
αυτό... Θεέ μου, αυτό το όμορφο χαμόγελο στο πρόσωπό της.
Και δεν ήταν προσποιητό, ήταν κάτι που έβγαινε από
κάπου μέσα, από το κέντρο της ύπαρξής της. Θεέ και κύριε, σ' αυτό το χάος, κάτι
τέτοιο πραγματικά ξεχωρίζει.
Σταμάτησε μπροστά μας. Ήμασταν εκεί, μέσα στα
σκατά, ανθρώπινα μέλη παντού, ούτε δέντρο δεν είχε μείνει. Και να χαμογελάει από
αυτί σε αυτί.
Έτσι είπα στον διπλανό μου, είπα... "Κοίτα
δω, έχουμε κάποιον που είναι χαρούμενος που μας βλέπει."
Και μου είπε, "Δεν είναι χαρούμενος που σε
βλέπει, είναι Βουδιστής. Νομίζει ότι θα τη σκοτώσουμε και χαμογελά στη μοίρα της."
Όταν σκέφτομαι το όμορφο πρόσωπο του μικρού
κοριτσιού, και αυτό το χαμόγελο, στη μέση αυτής της φρίκης, και πώς προκάλεσε χαρά… Δεν φτιάχνουν μετάλλια για αυτό το είδος
γενναιότητας.