Ψυχανάλυση και Αριστερά, Συγκλίσεις και Αποκλίσεις
Δημήτρης Ν. Πλουμπίδης
Εισαγωγικά, δεν μπορώ να αποφύγω έναν ελάχιστο ορισμό του τι εννοώ Αριστερά και
αριστεροί τουλάχιστον τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, όντας ευτυχής που δεν
είμαι υποχρεωμένος να επεκταθώ σε τέτοιους ορισμούς σήμερα. Αριστεροί ήταν,
εκτός από τους οργανωμένους στο κομουνιστικό κίνημα, και όσοι συσπειρώνονταν σε
άλλες οργανώσεις ή έντυπα της τότε πολιτικής Αριστεράς, όπως η «Αναγέννηση» του
Δ. Γληνού, καθώς και κάποιοι άλλοι, χωρίς σαφή πολιτική ένταξη. Σε ό,τι αφορά
την κίνηση των ιδεών, γνωρίζουμε ότι ολιγάριθμες ομάδες ή και άτομα μπορούν να
παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο.
Κοινή τους αναφορά ήταν η κοινωνική δικαιοσύνη και η πρόοδος, η γνώση του
κοινωνικού γίγνεσθαι, η απελευθέρωση από κοινωνικούς καταναγκασμούς, με γνώση
όμως των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων του ατόμου, η εδραίωση της δημοκρατίας
και η εκπαίδευση ως προϋπόθεση προόδου. Μερικοί μάλιστα περίμεναν από τη μόρφωση
και τις επιστήμες να φέρουν την πρόοδο για τα άτομα αλλά και όλη την κοινωνία,
σχεδόν αυτόματα, μαγικά.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, θα εμφανιστούν και οι σοσιαλιστικές ιδέες στην αρχή του
20ού αιώνα, ενώ το μείζον γεγονός της Ρωσικής Επανάστασης και της μετέπειτα
πορείας της θα γίνουν κεντρικό ζήτημα της ιδεολογικής ζύμωσης. Στη συνέχεια, θα
εμφανιστούν και οι αναφορές στην ψυχανάλυση, και μάλιστα στον τύπο της εποχής
θα δούμε μερικές φορές να συγχέονται ή και να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο
εχθρικό τρόπο ο μαρξισμός και η ψυχανάλυση, ως ανατρεπτικές θεωρίες.
Εδώ μας ενδιαφέρει, βεβαίως, το πώς προσέλαβε την ψυχανάλυση η οργανωμένη
σοσιαλιστική και κομουνιστική Αριστερά και ποια ήταν η σχέση της με τους
πρωτοπόρους της διάδοσης των ψυχαναλυτικών ιδεών, παρά το γεγονός ότι η σύνδεσή
τους υπήρξε αρκετά χαλαρή. Σε ό,τι αφορά τους εκπαιδευτικούς, πολλοί από αυτούς
ανήκαν στην Αριστερά, αυτό όμως δεν συνέβαινε με τους γιατρούς.
Χωρίς ποτέ να γίνει κεντρικό ζήτημα για την οργανωμένη Αριστερά, αρχικά η
πρόσληψη της ψυχανάλυσης υπήρξε πολύ θετική και τουλάχιστον ως το τέλος της
δεκαετίας του 1940 παρέμεινε θετική, αν και όλο και περισσότερο κριτική. Όπως
όλα τα μεγάλα ρεύματα ιδεών στην Ελλάδα, έτσι και η ψυχανάλυση είχε
αποσπασματική παρουσία, ανεξάρτητα από το βάθος ή το ενδιαφέρον των
αποσπασμάτων της θεωρίας που αναπτύχθηκαν. Η παρουσία της ψυχαναλυτικής θεωρίας
εξακολουθεί, άλλωστε, να είναι αποσπασματική μέχρι σήμερα, ωστόσο η καθοριστική
αλλαγή, τα τελευταία 25 χρόνια, δεν αφορά τόσο την ψυχαναλυτική θεωρία όσο την
τεράστια πρόοδο στην οργανωμένη ψυχαναλυτική εκπαίδευση και την κλινική -
θεραπευτική άσκηση.
Η ψυχανάλυση εμφανίστηκε στην Ελλάδα τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα ως ένας
επαναστατικός νεωτερισμός. Τα επαναστατικά στοιχεία ήταν, πρώτον, η έννοια του ασυνειδήτου
ως δομικού στοιχείου του ανθρώπου – υποσυνείδητο κατά τον Μ. Τριανταφυλλίδη,
πιο κοντά στην φιλοσοφική παράδοση. Δεύτερον, η έννοια της απώθησης της
ενέργειας της σεξουαλικής επιθυμίας και της μερικής επανόδου της
μετασχηματισμένης σε νεύρωση ή, αντίθετα, σε έργα τέχνης ή κοινωνικά χρήσιμες
κατευθύνσεις. Τρίτον, η ψυχαναλυτική θεωρία γύρω από την ανάπτυξη και την
κοινωνικοποίηση του ανθρώπινου ψυχισμού –κυρίως για το οιδιπόδειο σύμπλεγμα–
προσέφερε ένα νέο δρόμο προσέγγισης της οικογένειας, των κοινωνικών θεσμών και
της θρησκείας. Ας μην ξεχνάμε ότι οποιαδήποτε ριζική κριτική της θρησκείας ήταν
καλοδεχούμενη από την ευρύτερη αριστερή διανόηση της εποχής.
Η ψυχανάλυση εισήλθε στην Ελλάδα από δυο δρόμους: Αφενός, από εκπαιδευτικούς
και φιλόσοφους κυρίως γερμανικής παιδείας και αφορά περισσότερο την Αριστερά
και, αφετέρου, από γιατρούς, ως επί το πλείστον νευρολόγους - ψυχίατρους,
κυρίως γαλλικής και γερμανικής παιδείας. Σε ό,τι αφορά τους εκπαιδευτικούς,
εκτός των προαναφερθέντων, σίγουρα έπαιξε ρόλο η εκτεταμένη αναφορά του Φρόιντ
στους αρχαίους ελληνικούς μύθους και ιδιαίτερα σε εκείνον του Οιδίποδα, καθώς
και η μελέτη αποσπασμάτων από έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, στα οποία
διαφαίνονταν παρατηρήσεις περί της ύπαρξης μη συνειδητών ψυχικών μηχανισμών.
Προφανώς, οι εκπαιδευτικοί οι οποίοι θεώρησαν, λίγο πολύ, ότι η ψυχανάλυση
έλκει την καταγωγή της από τους αρχαίους Έλληνες ανήκαν κυρίως στη συντηρητική
παράταξη, με κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο τον Κ. Μεραναίο².
Η πρώτη αναφορά στην ψυχανάλυση οφείλεται στον Μανόλη Τριανταφυλλίδη,
εμβληματική μορφή της προοδευτικής διανόησης, το 1915, στο Δελτίο του
Εκπαιδευτικού Ομίλου, με τίτλο «Η αρχή της γλώσσας και η φροϋδιανή
ψυχολογία»1,2. Για τον Τριανταφυλλίδη, η ψυχανάλυση θα φωτίσει όλες τις
πνευματικές επιστήμες, τη λαογραφία, το δίκαιο, την τέχνη, τη θρησκεία, την
παιδαγωγική και τη γλώσσα. Τονίζει ότι κλειδί για το υποσυνείδητο είναι, από τη
μια μεριά, τα ενοχλήματα των νευρώσεων και, από την άλλη, στους υγιείς, τα
όνειρα, τα παραστρατήματα της καθημερινής ζωής, τα έργα τέχνης.
Βλέπουμε ήδη στον Τριανταφυλλίδη να σημειώνεται μια βασική αρχή της
ψυχαναλυτικής θεωρίας: Ότι δεν υπάρχουν ειδικοί μηχανισμοί μόνο για τον ασθενή,
δεν αφορά την ψυχική οργάνωση μόνο του αρρώστου, αλλά κάθε ψυχική οργάνωση, υγιή
ή ασθενή.
Στο υποσυνείδητο βρίσκονται τα διάφορα συμπλέγματα. Τι είναι τα συμπλέγματα;
Είναι στοιχεία παραστάσεων που ενώθηκαν σε ομάδες στα πρώτα παιδικά χρόνια και
έχουν «εποικοδομηθεί» με μεγάλες ποσότητες αγάπης και μίσους, κατά τον
Τριανταφυλλίδη. Μιλάει για το παραμέρισμα, αυτό που θα κωδικοποιηθεί, αργότερα,
ως απώθηση από τη συνείδηση, και την αντίσταση στο να ξαναγίνουν συνειδητές
ορισμένες παραστάσεις που απωθήθηκαν, καθώς και τα συνοδά τους συναισθήματα.
Αυτό το παραμέρισμα και η αντίσταση στην επάνοδο είναι κύριος μηχανισμός της
ψυχικής οργάνωσης. Επίσης, ο Τριανταφυλλίδης υποστηρίζει ότι ο χαρακτήρας του
ατόμου είναι μια πρόσοψη που αναλύεται σε πολύ πιο πολύπλοκα φαινόμενα.
Τον πολιτισμό τον χαρακτηρίζει ιδιαίτερα το παραμέρισμα των γενετήσιων ορμών
και αυτό το παραμέρισμα μπορεί να υποστεί μερική άρση, ώστε να ξαναγυρίσουν οι
γενετήσιες ορμές, είτε με τη μορφή των νευρώσεων είτε με μορφές κοινωνικά
χρήσιμες, όπως η εξύψωση ή η εξιδανίκευση, αυτό που θα μεταφραστεί αργότερα ως
μετουσίωση σε μορφές τέχνης και, γενικότερα, κοινωνικά αποδεκτές εκφράσεις. Ο
Τριανταφυλλίδης μιλάει ήδη για τις παιδαγωγικές εφαρμογές της ψυχανάλυσης στις
γερμανόφωνες χώρες, ενώ στη συνέχεια αναπτύσσει τα επιχειρήματα του γλωσσολόγου
Σπέρμπερ για τη γέννηση της γλώσσας, που είχαν δημοσιευτεί στο Imago, ψυχαναλυτικό περιοδικό. Βασική ιδέα
αυτής της προσέγγισης ήταν ότι αφού η σκέψη εκφράζεται με σύμβολα και το
υποσυνείδητο παρεμβαίνει στη συμβολοποίηση, μπορούμε κατ’ αυτό τον τρόπο να
ερμηνεύσουμε γιατί οι λέξεις έχουν πολλαπλές σημασίες.
Στο άρθρο του Τριανταφυλλίδη διαπιστώνουμε τις βασικές γραμμές ανάπτυξης των
ψυχαναλυτικών ιδεών στην Ελλάδα σε ό,τι αφορά τους εκπαιδευτικούς: Τα θέματα
του οιδιπόδειου συμπλέγματος (που απλώς το θίγει, ενώ άλλοι αργότερα θα το αναπτύξουν
εκτενέστερα), της απώθησης ή παραμερίσματος, της αντίστασης, της εξύψωσης, της
λίμπιντο, που την ονομάζει «όρεξη της ζωής», της τύχης της σεξουαλικής
επιθυμίας που απωθείται στο ασυνείδητο και επανέρχεται είτε ως σύμπτωμα είτε
εξυψωμένη και κοινωνικά χρήσιμη.
Εδώ είναι αναγκαία μια διευκρίνιση. Η έννοια του ασυνειδήτου δεν γεννήθηκε από
τον Φρόιντ εκ του μη όντος. Ήδη από το 19ο αιώνα αναπτύσσεται μεγάλη ζύμωση
γύρω από τη φιλοσοφική έννοια του υποσυνειδήτου και ακόμα περισσότερο γύρω από
το λεγόμενο «νευρολογικό ασυνείδητο», δηλαδή το αντανακλαστικό και τις μη
-συνειδητές πλευρές της νευρικής λειτουργίας, μετά το 1840-50. Αυτά και η
μελέτη διά της υποβολής και του υπνωτισμού, κυρίως της υστερίας, άνοιξαν το
δρόμο στη φροϋδική ανακάλυψη. Ένας άλλος δρόμος, από αυτόν του Φρόιντ, που
άντλησε από τις ίδιες πηγές αλλά παρέμεινε πιο κοντά στις ανακαλύψεις σχετικά
με την οργανική υπόσταση του εγκεφάλου, είναι ο δρόμος του Ιβάν Παβλόφ (Βραβείο
Νόμπελ 1905) και του αμερικανικού συμπεριφορισμού, κυρίως στο έργο των Σκίνερ
και Ουότσον, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο δεύτερος που θα μας δώσει ένα μεγάλο άρθρο για την ψυχανάλυση στην Ελλάδα
είναι ο Γιάννης Ιμβριώτης στο Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, το 1923, «Έκθεση
των θεωριών του S.Freud»3. Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη
παρουσίαση της, ως τότε, φροϋδικής θεωρίας. Ο Ιμβριώτης μιλάει εκτενώς για το
«οιδιποδικό σύμπλεγμα», το οποίο, ως οιδιπόδειο σύμπλεγμα, συζητήθηκε πολύ και
παθιασμένα στο Μεσοπόλεμο. Για τα όνειρα, λέει ότι γεννιούνται από την ανάγκη
ικανοποίησης ψυχικών ερεθισμών. Στα όνειρα αναγνωρίζουμε την αντίσταση, τη
λογοκρισία, το συμβολισμό, συμπυκνωμένα και παραμορφωμένα, ώστε να χρειάζονται
στη συνέχεια ερμηνεία. Το ασυνείδητο –δεν μιλάει πια για υποσυνείδητο– είναι
μια ιδιαίτερη ψυχική περιοχή, με ιδιαίτερες λειτουργίες και ειδικό τρόπο
έκφρασης η οποία περιέχει τόσο πιεσμένα στοιχεία της καθημερινής ζωής όσο και
στοιχεία αρχαϊκά, παιδικά και κληρονομικά.
Η λέξη «κληρονομικά» παραπέμπει στον Κ. Γιουνγκ και την έννοια του κληρονομικού
ασυνειδήτου. Αποτελεί παράδειγμα αυτού που ονομάζω «αποσπασματική παρουσία των
εννοιών στην Ελλάδα». Παρά το εκτεταμένο άρθρο για την ψυχολογία του Γιουνγκ
του Κ. Δ. Κωσταντινίδη, στην αρχή της δεκαετίας του19304, η έννοια του
κληρονομικού ασυνειδήτου και των αρχετύπων εξακολούθησε να κυκλοφορεί χωρίς
κανείς να ξέρει για τι ακριβώς πρόκειται.
Πολλά στοιχεία από την ψυχαναλυτική θεωρία θα δούμε στην εξαιρετική μελέτη του
Γιάννη Ιμβριώτη «Η παθολογική μνήμη»5,που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1931. Είναι
μια ολοκληρωμένη μελέτη, τόσο από οργανική - νευρολογική άποψη όσο και από
ψυχαναλυτική - ψυχοδυναμική. Εκεί υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η παθολογική
συνείδηση έχει πολλά κοινά με την πρωτόγονη και παιδική ψυχή.
Στη συνέχεια ο Ιμβριώτης δεν ξανάγραψε τίποτα για την ψυχανάλυση. Μετά το 1950,
επανήλθε για την παβλοφιανή θεωρία του ψυχισμού, αποτελώντας χαρακτηριστικό
παράδειγμα του αποκλεισμού της ψυχανάλυσης από το λόγο, τουλάχιστον, της
κομουνιστικής Αριστεράς. Στη νεκρολογία του, το 1979, δεν θα ειπωθεί ούτε λέξη
για το έργο του σχετικά με την ψυχανάλυση.
Μια τρίτη σημαντική και εκτενέστατη δημοσίευση είναι του Κώστα Σωτηρίου, το
1926, στην Αναγέννηση του Δημήτρη Γληνού6. Κι εδώ παρατηρούμε πιστή και σαφή
μεταφορά των ψυχαναλυτικών εννοιών. Μια έννοια που χρησιμοποιεί ο Σωτηρίου,
πάντως, και μπορεί να γεννήσει παρεξηγήσεις είναι η έννοια της κάθαρσης, της
ψυχοκάθαρσης. Ότι, δηλαδή, με την ψυχανάλυση μπορούμε να πετύχουμε κάθαρση του
ψυχισμού, το οποίο συνειρμικά μας πηγαίνει στην παράδοση των αρχαίων
Ασκληπιείων αλλά και του χριστιανισμού. Παραπέμποντας Χωρίς να ξεχνάμεστη στενή
σχέση του Σωτηρίου με τον Ελβετό πάστορα Όσκαρ Φίστερ, την ψυχοκάθαρση την
περιμένει μέσα από καίριες ψυχαναλυτικές ερμηνείες που θα απελευθερώσουν την
ψυχική ενέργεια για στόχους χρήσιμους στο άτομο και την κοινωνία. Το
εκπαιδευτικό ιδανικό μαζί με το ψυχαναλυτικό… Γράφει χαρακτηριστικά ο Σωτηρίου:
«Χρέος του παιδαγωγού είναι να απελευθερώσει τα καταπιεσμένα ένστικτα του
παιδιού και να του ανοίξει ένα δρόμο σωστότερο και κοινωνικά χρήσιμο, με βασικό
βοηθό την έννοια της εξύψωσης» – της μετουσίωσης όπως θα διατυπωθεί αργότερα.
Ο Κώστας Σωτηρίου μαζί με τον Γιώργο Μωραΐτη είναι οι κατεξοχήν εκπρόσωποι της
εκπαιδευτικής εφαρμογής της ψυχανάλυσης, τόσο στα διδασκαλεία όσο και στους
μετεκπαιδευόμενους δασκάλους. Τα εφάρμοσε και ως διευθυντής του διδασκαλείου
του Πειραιά, όπου το δάσκαλο τον παρουσιάζει ως λυτρωτή ψυχών και
ανθρωποπλάστη. Μετάφρασε το βιβλίο του πάστορα Όσκαρ Φίστερ Ψυχανάλυση και
Παιδαγωγική, το 19337, με πρόλογο του ίδιου του Φίστερ, όπου διαπιστώνουμε
ακριβώς αυτή την αντίληψη του ψυχοπλάστη παιδαγωγού ο οποίος χρησιμοποιεί για
ανώτερους και ευγενικούς σκοπούς τα ένστικτα του παιδιού. Έχει δημοσιευτεί η
αλληλογραφία Φίστερ και Φρόιντ, όπου, πολύ ευγενικά, ο Φρόιντ του λέει: «Μα δεν
είναι τόσο απλά τα πράγματα, αγαπητέ πάστορα. Υπάρχουν και πιο συζητήσιμα και
συγκρουσιακά πράγματα στον ψυχισμό, δεν μπορούμε όλα να τα κάνουμε αγγελικά
πλασμένα». Στην εισαγωγή του ίδιου αυτού έργου, ο Σωτηρίου περιμένει ότι
μπορούμε να πετύχουμε τη σεξουαλική ανατροφή και διαφωτισμό με το να θυσιάζουμε
μικροεπιθυμίες και μικροανάγκες, να βρίσκουμε τα τεχνάσματα του υποσυνείδητου
στο παραμέρισμα της ζωικής ορμής και στους τρόπους που αυτή επανέρχεται, ώστε
εκεί να παρεμβαίνουμε. Τονίζει, βέβαια, ότι για να γίνουν όλα αυτά είναι
απαραίτητη η ανάλυση ολόκληρης της προσωπικότητας του παιδιού και ότι για να το
κάνει αυτό ο δάσκαλος πρέπει να έχει κι αυτός ψυχαναλυτική εμπειρία.
Αυτό που πρέπει, πάντως, να συγκρατήσουμε είναι ότι η ψυχανάλυση γι’ αυτούς
τους παιδαγωγούς είχε άμεση χρησιμότητα και είχαν μεγάλες προσμονές από αυτήν,
ενώ στη συνέχεια οι προσδοκίες για άμεσα οφέλη έγιναν λιγότερο σαφείς και
εντάχθηκαν σε ευρύτερα σύνολα ενεργειών, εκπαιδευτικού και κοινωνικού
χαρακτήρα8. Θα τολμούσα να κάνω έναν παραλληλισμό με το σοσιαλισμό που αρχικά
τον θεωρούσαν ως κάτι άμεσο, ενώ στη συνέχεια εντάχθηκε σε ένα όλο και πιο
πολύπλοκο σύστημα σταδίων, συμμαχιών κ.λπ.
Πρέπει επίσης να αναφερθούμε στο έργο του Γιώργου Μωραΐτη9. Δεν ανήκε στην
οργανωμένη Αριστερά και είναι ο κύριος εκπρόσωπος της αντλερικής ψυχολογίας
στην Ελλάδα. Εκδότης του περιοδικού Ατομική Ψυχολογία και οργανωτής του πρώτου
συμβουλευτικού σταθμού για ψυχολογικά ζητήματα παιδιών, τον οποίο έκλεισε το
καθεστώς Μεταξά. Συνεχιστές αυτού του συμβουλευτικού σταθμού υπάρχουν ως σήμερα
Η αντλερική θεωρία, με τον πιο πρακτικό της χαρακτήρα, είχε μεγάλη επιρροή
στους εκπαιδευτικούς, τόσο στην κατανόηση της συμπεριφοράς των παιδιών όσο και
στη χειροπιαστή και θετική βοήθεια που πρόσφερε, παρά το γεγονός ότι τα πράγματα
αποδείχτηκαν πολύ πιο σύνθετα.
Εκτός από την προσπάθεια των εκπαιδευτικών, απόδειξη ότι οι προσμονές του
ευρύτερου κοινού από την ανακάλυψη του Φρόιντ για το ασυνείδητο ήταν μεγάλες,
είναι η έκδοση δεκάδων έργων ή αποσπασμάτων εκδίδονται δεκάδες έργα ή
αποσπάσματα έργων του Φρόιντ και άλλων ψυχαναλυτών, καθώς και κριτικών στην
ψυχανάλυση, συνήθως σε πρόχειρες μεταφράσεις8. Είναι μεταφράσεις που
επανεκδίδονταν, αυθαίρετα, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του ’70, όταν μια νέα
έξαρση του ενδιαφέροντος για την ψυχανάλυση οδήγησε σε αρτιότερες εκδόσεις.
Σε ό,τι αφορά την Αριστερά, βρίσκουμε μεταφρασμένους δύο τίτλους του
«φροϋδο-μαρξιστή» Βίλχελμ Ράιχ – ο οποίος δέχτηκε κριτική τόσο από τον Φρόιντ
όσο και την κομουνιστική Αριστερά: τη Σεξουαλική κρίση, το 193410, και το
Ψυχανάλυση και διαλεκτικός υλισμός11, το 1935, σε μετάφραση του Αντρέα Ζευγά (ο
Άγγελος Ελεφάντης παρατηρεί ότι αυτό ήταν το ψευδώνυμο του Αιμ. Χουρμούζιου). Η
παρουσία των έργων του Β. Ράιχ είναι μια ένδειξη ότι η κριτική συζήτηση γύρω από
την ψυχανάλυση είχε ήδη αρχίσει στην Αθήνα.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να σταθούμε στην εισαγωγή του Δημήτρη Γληνού στο
Σοφιστή του Πλάτωνα, που εκδόθηκε το 1940, στην οποία επιχειρεί ένα ψυχογράφημα
του Πλάτωνα φροϋδικής και αντλερικής έμπνευσης. Αποτελεί, κατά τη γνώμη μου,
μείζον κείμενο, στη γραμμή του ελληνικού Διαφωτισμού. Ο Γληνός αναφέρει το χαρακτηρισμό του Diltheyγια τον Πλάτωνα ως μια από τις πιο περίπλοκες και
αινιγματικές μορφές της αρχαιότητας. Θεωρεί ότι οι ψυχολογικοί παράγοντες είναι
απαραίτητοι, μαζί με τους κοινωνικούς, για να κατανοήσουμε το δημιουργικό
συγγραφικό έργο. Ο δημιουργός είναι ένα ψυχο-φυσικό φαινόμενο, δηλαδή ένα
βιολογικό και ψυχολογικό φαινόμενο, οπότε πρέπει να εξετάσουμε τόσο την
ψυχο-φυσική του ιδιοσυστασία και το φυσικό και κοινωνικό του περίκοσμο όσο και
το δημιουργικό στάδιο του έργου του.
Μερικά χρόνια αργότερα ποιος θα αποτολμούσε την ψυχολογική ανάλυση του Γληνού;
«Η ψυχολογική μου υπόθεση σχετικά με τον Πλάτωνα είναι τούτη εδώ: ο Πλάτωνας,
όντας το τελευταίο, το κανακάρικο παιδί από τον πρώτο γάμο της μητέρας του
εκθρονίστηκε με το δεύτερο γάμο που έφερε στο σπίτι μητριό, αδερφό από άλλη
μητέρα και νέο αδερφό από τη δική του μητέρα. Το συναισθηματικό πλέγμα προς τη
μητέρα του έγινε αρνητικό. Από τούτο επήγασε η λήθη της μητέρας, η αρνητική
στάση απέναντι στο γάμο και τη γυναίκα γενικά, το σεξουαλικό ανικανοποίητο.
Τούτο, συνδυασμένο προς την αρνητική στάση του αριστοκράτη Πλάτωνα απέναντι
στον κοινωνικο-πολιτικό περίγυρο που επικρατούσε στην Αθήνα, τόνωσε το άτολμο
στοιχείο του χαρακτήρα του. Ο Πλάτωνας έγινε ένας timide (δειλός) απέναντι στο θετικό ζήσιμο της ζωής. Η
φυγή από την πραγματικότητα –ερωτική ζωή, πολιτική ζωή– δημιούργησε την
εξιδανικευτική ροπή προς το απόλυτο και την ασκητική και μυστικιστική θρησκευτική
διάθεση. Η ντροπαλο-ατολμία του και η φυγή του τον ανάγκασαν να κάψει τα πρώτα
δοκίμια των τραγωδιών του ενώ ήταν προικισμένος με τόση φαντασία και
μορφοπλαστική ικανότητα με το λόγο. Δεν τόλμησε να παρουσιαστεί στη δραματική
σκηνή να αντιμετωπίσει ο ίδιος το κοινό. Δεν τόλμησε να παρουσιαστεί ποτέ στην
πολιτική κονίστρα ενώ είχε τόσα πολλά και υψηλά να πει στους συμπολίτες του και
στη Σικελία που πήγε τρεις φορές με πολιτικούς σκοπούς και με μεγάλα πολιτικά
σχέδια, πήγαινε για μυστικοσύμβουλος από τα παρασκήνια και όχι για να
πολιτευτεί ο ίδιος. Τέλος, δεν τόλμησε ποτέ να παρουσιάσει μια θεωρία για δική
του παρά πάντα έβαζε τις γνώμες του στο στόμα άλλων: του Σωκράτη, του Ελεάτη
ξένου, του Τιμαίου, του ανώνυμου Αθηναίου. Η σχέση του με το Σωκράτη είναι ένας
ιδανικός πνευματικός έρωτας προς άντρα-πατέρα, τον εξιδανικευμένο ενάρετο
άνθρωπο. Το διπλό ανικανοποίητο ερωτικό-πολιτικό εξηγεί τέλος τη δύναμή του για
την αδιάκοπη ανανέωση των θεωριών του. Ο Πλάτωνας έμεινε πάντοτε ένας
έφηβος…»12
Το 1935, η Ρόζα Ιμβριώτη ίδρυσε στην Καισαριανή τη Σχολή Ανωμάλων Παίδων.
Αρχικά, πιστεύω, ότι σημαντική πηγή έμπνευσής της υπήρξε το σχολείο του
Μακαρένκο στη Σοβιετική Ένωση – μάζεψε αλητάκια, παιδιά του δρόμου, σε
περιβάλλον ψυχολογικής ασφάλειας και μάθησης. Στη συνέχεια, το σχολείο δέχτηκε
και παιδιά με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες. Σημειώνουμε εκεί την παρουσία του
Κώστα Καλατζή, πρωτοπόρου παιδαγωγού στα θέματα δυσλεξίας. Οι συνεργάτες της
Ρόζας Ιμβριώτη στο θεατρικό παιχνίδι ήταν ο Σωκράτης Καραντινός και σ’ ό,τι
αφορά τα ψυχολογικά ο Γιώργος Ζαβιτσιάνος, ψυχίατρος, από τους πρώτους
ψυχαναλυτές που υπήρξαν στην Ελλάδα, ο οποίος στη συνέχεια μετανάστευσε στις
ΗΠΑ.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι οι εκπαιδευτικοί προηγήθηκαν από τους γιατρούς στη
δημιουργική υποδοχή της ψυχανάλυσης, και μάλιστα εκπαιδευτικοί που υπήρξαν
σημαντικά στελέχη της ελληνικής Αριστεράς.
Πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση της σχέσης των γιατρών με την ψυχανάλυση,
νομίζω ότι χρειάζεται ένα σχόλιο για το γνωστό στην Ελλάδα φαινόμενο της
καθυστερημένης και αποσπασματικής εισαγωγής των ιδεών και των ιδεολογικών
ρευμάτων. Έτσι, και στην άφιξη των ψυχαναλυτικών ιδεών διαπιστώνουμε την
ταυτόχρονη εισαγωγή ιδεών ή θεωριών που εκπονήθηκαν σε διαφορετικές χρονικές
στιγμές, με αποτέλεσμα τη δημιουργία σύγχυσης, αντιφατικών προσεγγίσεων και
αδυναμίας αναγνώρισης της εξέλιξης στη σκέψη του συγγραφέα. Είναι
χαρακτηριστικό ότι οι δύο θεωρίες του Φρόιντ για τον ανθρώπινο ψυχισμό (αυτή
για το «Ασυνείδητο, Υποσυνείδητο, Συνειδητό» και εκείνη για το «Αυτό, Εγώ, Υπερεγώ»
–σε συνδυασμό με την εισαγωγή στο «Έρως - Θάνατος») έφτασαν στην Ελλάδα σχεδόν
ταυτόχρονα, οπότε αντιλαμβανόμαστε εύκολα πόσα προβλήματα προκάλεσε η σύγχυση
των φάσεων της εικοσαετούς εξέλιξης της φροϋδικής σκέψης.
Ας προχωρήσουμε, τώρα, στην παρουσίαση των γιατρών που ασχολήθηκαν με την
ψυχανάλυση. Στην πλειονότητά τους δεν ανήκαν στην Αριστερά. Πρόκειται για
διανοητές και κλινικούς υψηλού επιπέδου, όπως ο Κ. Δ. Κωσταντινίδης, γερμανικής
παιδείας και διευθυντής του δημόσιου ψυχιατρείου, και ο Δ. Κουρέτας, γαλλικής
παιδείας, μελλοντικός ψυχαναλυτής, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης
και μετά της Αθήνας. Ο Φώτης Σκούρας, ο οποίος μίλησε για την ψυχανάλυση
προπολεμικά, ήταν συμπαθών της Αριστεράς, τουλάχιστον μετά την Κατοχή. Επίσης,ο
ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος, με σημαντικότατο ρόλο στη διάδοση της ψυχανάλυσης,
δεν ανήκε στην Αριστερά2, 8.
Υπάρχουν αρκετά άρθρα με ψυχαναλυτικές έννοιες σε ιατρικά περιοδικά εκείνης της
περιόδου. Παρουσιάζουν, επίσης, και ψυχαναλυτικές ψυχοθεραπείες, μάλλον όμως
από γιατρούς που δεν διέθεταν την ανάλογη εκπαίδευση. Η υποδοχή, πάντως, από
την επίσημη ψυχιατρική υπήρξε και παρέμεινε ψυχρή, καθώς η έννοια του
ασυνειδήτου προσέκρουσε σε βασικές αρχές της ψυχιατρικής παιδείας. Αυτή
προτιμούσε να έχει ένα φυσικό αίτιο για την ψυχική πάθηση, να βρίσκει
εγκεφαλικές εντοπίσεις, να διαθέτει κωδικοποιημένα συμπτώματα της νόσου και
αντικειμενική παρατήρηση ενώ η εγγύτητα με τον άρρωστο και το άκουσμα των λόγων
του είχαν ασθενέστατη παράδοση και υποδοχή, και όχι μόνο στην Ελλάδα. Η
παραδοσιακή ψυχιατρική θεωρούσε ότι το άκουσμα των λόγων του αρρώστου μπορεί να
οδηγήσει σε λάθος και προτιμούσε να τον παρατηρεί παρά να ακούει. Αρκετοί
γιατροί, βέβαια, ήταν κάπως προετοιμασμένοι για την έννοια του ασυνειδήτου από
το έργο του J.M. Charcot για την υστερία και την υποβολή, χωρίς ωστόσο
αυτό να έχει κάποιο ιδιαίτερο βάρος στο σύνολο.
Οι κλινικές και θεραπευτικές εφαρμογές της ψυχανάλυσης εκείνα τα χρόνια, πριν
ακόμα να υπάρξει εκπαίδευση και ψυχαναλυτές - εκπαιδευτές στην Ελλάδα, αναγκαστικά
αφορούσαν την ένταξη ψυχαναλυτικών εννοιών (όπως το ασυνείδητο, τα στάδια
εξέλιξης, οι μηχανισμοί άμυνας) και ορισμένων θεραπευτικών τεχνικών που
χρησιμοποιούσε η ψυχανάλυση, όπως το άκουσμα των λόγων, των «παραστρατημάτων»
και οι ερμηνείες των ονείρων του αρρώστου. Βέβαια, όσο πιο αυθαίρετη είναι η
ψυχαναλυτική πρακτική και ελλιπής η ανάλογη εκπαίδευση του ψυχαναλυτή τόσο πιο
συζητήσιμες μπορούν να είναι αυτές οι ερμηνείες. Ο Γιώργος Ζαβιτσιάνος
περιγράφει την ιατρική πρακτική εκείνης της εποχής :
«Τότε, στα χρόνια τα δικά μου, τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά και η
εκπαίδευση η ψυχαναλυτική συνίστατο σε μια ανάλυση όση χρειάζεται για να
μπορέσει ο μέλλον ψυχαναλυτής να πειστεί για την ύπαρξη του ασυνείδητου
ψυχισμού. Πολλοί ψυχαναλυτές άρχισαν να εξασκούν την ψυχανάλυση χωρίς να έχουν
υποβληθεί οι ίδιοι σε ψυχαναλυτική θεραπεία, αλλά προσπαθώντας οι ίδιοι να
αυτοψυχαναλυθούν, πράγμα το οποίο ήταν βέβαια πολύ δύσκολο και πολλές φορές
εξαναγκάζονταν να ζητήσουν και τη γνώμη συναδέλφων τους για να εξηγήσουν
ορισμένα όνειρα, παραδείγματος χάρη»8.
Επιχειρήθηκε, επίσης, από συντηρητικούς εκπροσώπους των φυσικών επιστημών η
ερμηνεία του «κομουνισμού». Για παράδειγμα, ο Δ. Κουρέτας, σε ένα άρθρο του, το
1928, για την ψυχανάλυση13, χαρακτηρίζει το «σοβιετισμό ως μορφή κοινωνικού και
πολιτικού μυστικισμού». Ο δε καθηγητής της Βιολογίας Θρ. Βλησίδης αντιπαραθέτει
τον ηθικό νόμο στο δαρβινισμό (αγώνα για την ύπαρξη) και στον κομουνισμό (πάλη
των τάξεων)14.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ανέκοψε αυτή την άνιση, αλλά πλούσια δυναμική.
Προφανώς, σε συνθήκες πολέμου και Εμφυλίου δεν μπορούσε να ανθήσει η
ψυχανάλυση. Βέβαια, στην Κατοχή κάποιες επιστημονικές εταιρείες λειτούργησαν
και έγιναν ανακοινώσεις για άλλα θέματα, αλλά όχι ψυχαναλυτικές. Πρόκειται για
φαινόμενο που βλέπουμε σε όλες τις κατακτημένες χώρες. Κάποιες δραστηριότητες
συνεχίζονταν ώστε να υπάρχει κάποια πνευματική ζωή, σε ό,τι αφορά δε τους
αριστερούς, χρησιμοποιούσαν τις δημόσιες συναθροίσεις και ως κάλυμμα για
αντιστασιακές δραστηριότητες.
Δύο χρόνια μετά την αποχώρηση των Γερμανών και λίγο πριν αρχίσει ο Εμφύλιος,
δημιουργείται, το 1946, η ψυχαναλυτική ομάδα της Μαρίας Βοναπάρτη με στενούς
συνεργάτες τους Ανδρέα Εμπειρίκο, Δημήτρη Κουρέτα, Γιώργο Ζαβιτσάνο και, σε
κάποια απόσταση, τον Νίκο Δρακουλίδη. Προφανώς, το γεγονός ότι η Βοναπάρτη
είναι πριγκίπισσα (σύζυγος του Γεωργίου, αρμοστή της Κρήτης) και οι υπόλοιποι
κινούνται στο συντηρητικό χώρο προκαλεί τουλάχιστον τη δυσπιστία της Αριστεράς
απέναντι στο εγχείρημα. Άλλωστε, οι πλέον γνωστοί αριστεροί νευρολόγοι –
ψυχίατροι (Θ. Χατζηδήμος, Δ. Φωτόπουλος, Γ. Παπαδημητρίου) δεν ενδιαφέρθηκαν
για την ψυχανάλυση, όπως επίσης και οι Α. Παλαιολόγος, Φ. Σκούρας και Α.
Καλούτσης. Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι από αυτούς, επηρεασμένοι βεβαίως από τις
παβλοφιανές θεωρίες, αλλά και με εμφανή ψυχαναλυτική γνώση, δημοσιεύουν
αξιόλογες μελέτες. Αναφέρουμε ενδεικτικά την εξέταση της «επαναγωγής» (έτσι
ονομάζει την παλινδρόμηση) από τον Α. Καλούτση και το βιβλίο-σταθμό για την
Αριστερά «Ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους» των Θ.
Χατζηδήμου, Φ. Σκούρα, Γ. Παπαδημητρίου και Α. Καλούτση, το 1947.
Το 1950, μόλις έχει τελειώσει ο εμφύλιος πόλεμος, δημοσιεύτηκε στον Ανταίο ένα
άρθρο καταδικαστικό για την ψυχανάλυση με τον τίτλο «Είναι η ψυχανάλυση μια
επιστημονική μέθοδος;» και την υπογραφή Α. Μαρίνος18. Αυτό το άρθρο έρχεται
λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση στη Nouvelle Critique (το θεωρητικό
όργανο του γαλλικού Κομουνιστικού Κόμματος) ενός άρθρου με παραπλήσιες θέσεις.
Το άρθρο του Α. Μαρίνου εκφράζει τόσο το διεθνές επιστημονικό κλίμα των μελών
και των συμπαθούντων της κομουνιστικής Αριστεράς –που προαναγγέλλει την έμφαση
στην παβλοφιανή θεωρία–, αλλά αποτελεί και την ελληνική απάντηση στη δράση της
ομάδας της Μ. Βοναπάρτη.
Σύμφωνα με τις θέσεις του άρθρου –και αυτό είναι σημαντικό– η ψυχανάλυση δεν
καταδικάζεται ολοκληρωτικά. Θεωρείται κρίκος στην αλυσίδα της επιστημονικής
εξέλιξης. Αυτό που καταδικάζεται είναι ο ιδεαλιστικός και μεταφυσικός
χαρακτήρας ορισμένων εννοιών της, όπως το ασυνείδητο το οποίο θεωρείται μυθική
αφαίρεση - πράγμα («του δίνουμε μια υπόσταση πράγματος ενώ είναι μια μυθική
αφαίρεση»).
Παράλληλα, ο Α. Μαρίνος επισημαίνει ότι η ψυχανάλυση μασκαρεύει τις κοινωνικές
και οικονομικές αντιθέσεις εμφανίζοντάς τες σαν εσωτερικές συγκρούσεις του ίδιου
του ατόμου.
Κατά τη γνώμη μου, πίσω από αυτή την κριτική, την οποία δεν θεωρώ με κανέναν
τρόπο αμελητέα, βρίσκεται ένα έργο αμετάφραστο τότε στα ελληνικά αλλά γνωστό σε
πολλούς Έλληνες. Αναφέρομαι στο βιβλίο του Πόλιντζερ Η κριτική των θεμελίων της
ψυχολογίας (Critique des fondementsde la psychologie), του 1930 – ο Πόλιντζερ εκτελέστηκε το
1942 και το έργο επανεκδόθηκε το 1967. Θεωρεί την ψυχανάλυση χρήσιμο και θετικό
εργαλείο στην πράξη, ωστόσο θέτει σε αμφισβήτηση το ασυνείδητο. Προτείνει μια
αντικειμενική και διαλεκτική ψυχολογία η οποία θα περιλαμβάνει όλες τις πλευρές
του ανθρώπου και τη σχέση του με το περιβάλλον. Είναι, σαφής, νομίζω η επιρροή
στον Πόλιντζερ του κινήματος ιδεών της «Κοινωνικο-Ιστορικής Ψυχολογίας» του Λ.
Βιγκότσκι, ο οποίος πέθανε το 1935 και το έργο του συνέχισε ο διαπρεπής
Σοβιετικός νευρο-ψυχολόγος Αλεξάντερ Ρ. Λούρια19. Πρόκειται για έργο
σημαντικότατο και αμετάφραστο στα ελληνικά, το οποίο επιμένει στις κοινωνικές,
οικογενειακές και υλικές συνθήκες, δίνοντας όμως ιδιαίτερη έμφαση στην μελέτη
του νευρικού συστήματος και περνώντας ίσως σε δεύτερο πλάνο τις ατομικές,
συγκρουσιακές δυναμικές. Για το λόγο αυτόν συνάντησε τη δυσφορία των
ψυχαναλυτικά προσανατολισμένων, άσκησε όμως επιρροή στο έργο ψυχαναλυτών, όπως
ο Ζακ Λακάν και ο Κορνήλιος Καστοριάδης.
Μετά το 1950 η επιρροή της ψυχανάλυσης στους εκπαιδευτικούς μειώθηκε κατά πολύ.
Ήταν τόσο καθοριστική η καταδίκη της από την Αριστερά;
Η καταδίκη έπαιξε ρόλο, ειδικά σε γνωστά στελέχη όπως ο Γ. Ιμβριώτης, ο Κ.
Σωτηρίου ή ο νευρολόγος - ψυχίατρος Γ. Παπαδημητρίου. Η κυριότερη αιτία, όμως,
είναι ότι οι ψυχαναλυτικές ιδέες έμειναν μεν ζωντανές, αλλά έπαψαν να έχουν
άμεση επιρροή και ενσωματώθηκαν σε άλλες προσεγγίσεις εκπαιδευτικού και
κοινωνικού περιεχομένου.
Σε ό,τι αφορά την κλινική και τη θεραπευτική χρήση της ψυχανάλυσης, στους
γιατρούς και τους ψυχολόγους, στο τέλος της δεκαετίας του ’40 έχουμε ένα πολύ
ενδιαφέρον φαινόμενο στη Γαλλία αλλά και σε άλλες χώρες. Ομάδες ψυχαναλυτών,
συνήθως προοδευτικής και κομουνιστικής ιδεολογίας, αρνήθηκαν το ψυχαναλυτικό
ντιβάνι ως μοναδική μορφή άσκησης της ψυχανάλυσης και άρχισαν να εργάζονται σε
κλινικές μονάδες, και μάλιστα τις πιο εγκαταλειμμένες (άσυλα και εξωτερικά
ιατρεία). Μια σημαντική έκφραση αυτού του κινήματος είναι το μεταγενέστερο
βιβλίο Η ψυχανάλυση χωρίς ντιβάνι, το 1973, που συνοψίζει πολύχρονες
εμπειρίες20. Ανάλογες εμπειρίες είχαν καταγραφεί στο Βερολίνο και τη Βιέννη, τη
δεκαετία του 1920, στα πρώτα βήματα της ψυχανάλυσης, οι οποίες παρουσιάζονται
στο άρθρο του Νίκου Γκουγκουλή «Ο Σ. Φρόυντ και η πολιτική δημόσιας ψυχικής
υγείας - Επισκόπηση της ταραγμένης κοινωνικής περιόδου 1918-1938»21. Οπωσδήποτε
πάντως, η επίσημη στροφή των κομουνιστικών κομμάτων στην παβλοφιανή ψυχολογία,
στην αρχή της δεκαετίας του 1950, και η γενικότερη συντηρητική στροφή της
ψυχανάλυσης, κυρίως στις Η.Π.Α., είχε σαφώς αρνητικές επιδράσεις σε αυτή την
ανοιχτή στην κοινωνία εφαρμογή της ψυχαναλυτικής κλινικής.
Οι λόγοι για τους οποίους δεν ευδοκίμησε η ψυχανάλυση στην Ελλάδα τη δεκαετία
του 1950 είναι πολύ πιο σύνθετοι από την απομάκρυνση από αυτή της
κομμουνιστικής Αριστεράς. Οι ψυχαναλυτικά προσανατολισμένοι ήταν τόσο λίγοι, οι
αριστεροί ψυχίατροι και διανοητές τόσο απομονωμένοι, ώστε δεν μπορούσε να
προκύψει κάτι θετικό, μετά μάλιστα την αποτυχία της ομάδας της Μ. Βοναπάρτη. Η
απομάκρυνση των αριστερών ψυχιάτρων υπήρξε όμως αμφιθυμική, με διατήρηση
κριτικών σχέσεων, φανερών ή υπόγειων.
Στη συνέχεια, τα κάποια βήματα της ψυχανάλυσης οφείλονται σε πρωτοβουλίες
ψυχολόγων και ψυχιάτρων του συντηρητικού πολιτικού χώρου, οι οποίοι όμως δεν
απέκλεισαν συνεργάτες από την κοινωνικά περιθωροποιημένη Αριστερά. Παρατηρούμε
ένα φαινόμενο, τουλάχιστον ως τη μεταπολίτευση του 1974, όπου οι αριστεροί
ψυχίατροι, ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί να έχουν τις ψυχαναλυτικές, τις
κοινωνικές και τις πολιτικές τους απόψεις, αλλά το τίμημα για την αποφυγή της
πλήρους κοινωνικής περιθωριοποίησης να είναι άλλοτε η αποσιώπηση και άλλοτε οι
δύσκολες εξισορροπήσεις ανάμεσα στις πεποιθήσεις και στην πρακτική τους.
Πρόκειται για «δράμα» ή «κωμωδία», γνωστά, σε διαφορετικές συνθήκες, ως τις
μέρες μας. Πάντως, ακόμα και σε αυτή την άγονη περίοδο, υπάρχουν αξιόλογες
πρσπάθειες: το 1956 ιδρύεται το Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής και Ερευνών, με
πρωτεργάτρια την ψυχολόγο και μετέπειτα ψυχαναλύτρια Α. Ποταμιάνου, την περίοδο
1964-68 ο Δ. Κουρέτας, ως καθηγητής της Ιατρικής Σχολής Αθήνας, εισάγει στις
πανεπιστημιακές αίθουσες την ψυχαναλυτική προβληματική, ενώ από τότε μέχρι
σήμερα ο Παναγιώτης Σακελλαρόπουλος προωθεί την ψυχαναλυτική θεωρία και κλινική
πρακτική στους μαθητές του.
Βέβαια, στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας και στη Μεταπολίτευση η ψυχανάλυση
ξανάγινε πόλος ευρύτερου ενδιαφέροντος, έξω από τους ειδικούς της ψυχικής
υγείας. Αυτό συμβάδισε με την εισαγωγή στην Ελλάδα τμημάτων από την κίνηση των
ιδεών που έφερε στο προσκήνιο ο Μάης του ’68.
Τότε κυκλοφόρησαν καλύτερες μεταφράσεις πολλών έργων του Φρόιντ. Εμφανίστηκε
πάλι ο Βίλχελμ Ράιχ – έχουμε το φαινόμενο της εισαγωγής των δύο διαφορετικών
περιόδων της σκέψης του σε «πακέτο του ενός». Αναφέρομαι τόσο στο έργο του για
τη σεξουαλική απελευθέρωση του προλεταριάτου και την κοινωνική του κριτική, με
έννοιες από το μαρξισμό και την ψυχανάλυση –έργο κατά τη γνώμη μου
αξεπέραστο22, 23– όσο και στο μεταγενέστερο έργο του για τη σεξουαλική ενέργεια
και την πύκνωσή της διαμέσου των «οργονών» , θεωρητικά και πρακτικά συζητήσιμο.
Μεταφράστηκαν, επίσης, κείμενα του Έριχ Φρομ και του Χ. Μαρκούζε, στα οποία
συνυπάρχουν έννοιες της ψυχαναλυτικής θεωρίας και ταυτόχρονα της κριτικής τους.
Πιστεύω ότι, όπως και με τους εκπαιδευτικούς, η ψυχανάλυση εντάχθηκε σε
ευρύτερα ρεύματα ιδεών. Γονιμοποίησε αναζητήσεις, αλλά δεν θα ξαναδούμε τον
ίδιο ενθουσιασμό και τις ίδιες προσδοκίες που είχαμε τη δεκαετία του ’30.
Έγινε, επίσης, εμφανές ότι η ψυχανάλυση δεν μπορεί εννοιολογικά να καλύψει τα
πάντα, ειδικά όσα αφορούν το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον και τη φύση του
κοινωνικού δεσμού. Άλλοτε, οι ψυχαναλυτές επεκτείνουν καταχρηστικά στο ευρύτερο
κοινωνικό περιβάλλον εννοιολογικό υλικό που έρχεται από το μικρο-περιβάλλον,
π.χ από τη σχέση πατέρα - μητέρας - παιδιού, και άλλοτε δανείζονται έννοιες από
άλλα ρεύματα ιδεών (συστημικές θεωρίες κ.λπ.). Αυτό θα το δούμε να γίνεται όλο
και περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Για παράδειγμα, στο έργο του Ι. Yalom, με τόση επιτυχία στο ελληνικό κοινό,
όπου υπαρξιακές φιλοσοφικές έννοιες εισέρχονται σε κενά των ψυχαναλυτικών
εννοιών, χωρίς να θίγουν αναγκαστικά το εννοιολογικό υλικό της ψυχανάλυσης. Τα
δάνεια, βέβαια, οδηγούν σε υβρίδια σκέψης, που μπορούν να καταλήξουν, σταδιακά,
σε τελείως διαφορετικές συλλήψεις.
Αυτή η δυναμική υπήρξε, ασφαλώς, ιδιαίτερα επωφελής στην προσέλκυση νέων
ψυχολόγων και ψυχαναλυτών στην κλινική ψυχανάλυση, την οργάνωση των κύριων
εταιρειών εκπαίδευσης και κλινικής άσκησης της ψυχανάλυσης στη χώρα μας, στο
τέλος της δεκαετίας του ’70, αλλά αυτό αφορά τους ειδικούς, δεν αφορά
αναγκαστικά ολόκληρη την κοινωνία.
Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 συναντάμε κυρίως στο χώρο της ανανεωτικής
Αριστεράς πολλούς ψυχαναλυτές και διανοούμενους με ψυχαναλυτική παιδεία, που
επέτρεψαν την εισαγωγή σημαντικών εννοιολογικών εργαλείων από την ψυχανάλυση
στη μελέτη κοινωνικών φαινομένων, π.χ. της οικογένειας. Επίσης, ενίσχυσαν το
κίνημα για τη μεταρρύθμιση της φροντίδας των ψυχικά ασθενών, με σημαντική επιτυχία.
Δεν νομίζω, όμως, ότι η ψυχανάλυση γονιμοποίησε –τουλάχιστον μετά τη
Μεταπολίτευση– εξελίξεις που να ενισχύουν τα κοινωνικά οράματα της Αριστεράς,
τα οποία βέβαια και πολλοί ψυχαναλυτές ασπάζονται , ως άτομα και τα υπηρετούν
στα νοσοκομεία ή στα εξωτερικά ιατρεία.
Δεν νομίζω, εν τέλει, ότι η ψυχανάλυση διαθέτει πλέον αυτόνομη δυναμική –έξω
από τους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας–, ωστόσο εξακολουθεί να αποτελεί ένα
πολύτιμο όργανο ανάλυσης και σκέψης σε συνδυασμό με άλλα εννοιολογικά εργαλεία
από τη φιλοσοφία και τις επιστήμες του ανθρώπου, ώστε να γνωρίζουμε ποιοι
είμαστε, σε ποια κοινωνία ζούμε και προς ποια κοινωνία βαδίζουμε ή θα
επιθυμούσαμε να βαδίσουμε.
Βιβλιογραφία
(1) Μ. Τριανταφυλλίδης, «Η αρχή της γλώσσας και η φροϋδιανή ψυχολογία», Δελτίο
του Εκπαιδευτικού Ομίλου, 1915, 5, 3-4, 219-231.
(2) Λ. Ατζινά, Η μακρά εισαγωγή της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα, Εξάντας, 2004.
(3) Γ. Ιμβριώτης, «Ψυχανάλυση. Έκθεση των θεωριών του S. Freud», Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, τχ. 11, 1923. Ανάτυπο: Εκδ. Αθηνά, Α.
Ι. Ράλλη, Αθήνα, 1923. Επίσης, στο: Ανθολόγιο Ελληνικών Ψυχιατρικών Κειμένων,
επιμ. Αθ. Καράβατος, Δ. Ν. Πλουμπίδης, Γ. Ν. Χριστοδούλου, Εκδ. ΒΗΤΑ, Αθήνα
2006, 285-299.
(4) Κ. Δ. Κωσταντινίδης, «Περί του προσωπικού και απρόσωπου (αθροιστικού)
ασυνειδήτου», Εκπαιδευτικά Χρονικά, 1936. Επίσης, στον τόμο: Ανθολόγιο
Ελληνικών Ψυχιατρικών Κειμένων, επιμ. Αθ. Καράβατος, Δ. Ν. Πλουμπίδης, Γ. Ν.
Χριστοδούλου, Εκδ. ΒΗΤΑ, Αθήνα 2006, 426-431.
(5) Γ. Ιμβριώτης, Η παθολογική μνήμη (ψυχολογική μελέτη),Τυπογρ. Λ. Θ.
Λαμπρόπουλου, Αθήνα 1931.
(6) Κ. Δ. Σωτηρίου, «Ψυχανάλυση», Αναγέννηση, 1926, 27-31, 96-102, 150-157,
226-235, 242-249, 652-659.
(7) Oscar Pfister, Ψυχανάλυση και Παιδαγωγική (μετάφραση
και εισαγωγή: Κ. Δ. Σωτηρίου), Αθήνα 1933.
(8) Ψυχανάλυση και Ελλάδα, επιμ. Θ.Τζαβάρας, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού
Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1984.
(9) Γ. Μωραΐτης, «Κάτω από την σκιά του πατέρα μου», στο: Ψυχανάλυση στον 21ο
αιώνα, επιμ. Γρ. Βασλαματζής, Ν. Χαμπέρης, Β. Φαλάρας, Δ. Κατσούλας, Εκδ.
Παπαζήση, Αθήνα 2003, 57-76.
(10) Β. Ράιχ, Η σεξουαλική κρίσις. Κοινωνική και Πολιτική Εγκυκλοπαίδεια του
Ανεξάρτητου, 22/7/1934.
(11) Β. Ράιχ, Ψυχανάλυση και διαλεκτικός υλισμός, Εκδ. Α. Αντωνόπουλου, Αθήνα
1935.
(12) Πλάτωνα Σοφιστής,εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Δ. Γληνού, Εκδ.
Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων, Αθήνα 1971.
(13) Δ. Κουρέτας, «Η ψυχανάλυσις», Ελληνική Ιατρική, Μάρτιος 1928, 200-222.
(14) Θ. Βλησίδης, Ο κομμουνισμός, ο δαρβινισμός και ο ηθικός νόμος,Τυπογρ. Αλ.
Βιτσικουνάκη. Αθήνα 1934.
(15) Μαρία Βοναπάρτη, πρόσωπο της ιστορίας και της ψυχανάλυσης,συλλογικός
τόμος, επιμ. Γρ. Βασλαματζής, Γρ. Μανιαδάκης, Δ. Ρήγας, Κέδρος, Αθήνα 2006.
(16) Α. Καλούτσης,«Το φαινόμενο της επαναγωγής», Ιατρική Προόδος, έτος 51ον,
Μάρτιος 1950, 1-8. Επίσης, στο: Ανθολόγιο Ελλην